Σε πιάνεις να χρησιμοποιείς εκείνη την ενοχλητική φωνή. Εκείνη που επιδιώκει να επιβληθεί, να ειρωνευτεί, να επικρίνει. Εκείνη που δεν ήξερες πως είχες, μα τελικά υπάρχει. Ακούς τα λόγια σου, μα δεν ξέρεις αν είναι δικά σου, δεν ξέρεις αν αυτά που ακούς τα λες όντως εσύ ή το σώμα σου κατοικείται πια από κάποιον άλλο. Κάποιον που δεν πολυγουστάρεις, αλλά κρατάς κατ’ ανάγκη. Κι όμως είσαι εσύ, αλλά σε μια διαφορετική έκδοση. Μια έκδοση που δεν επιδίωξες, που δεν ήθελες να δημιουργηθεί ποτέ κι όμως σμιλεύτηκε μέσα σ’ αυτήν τη σχέση.

Σε κοιτάζεις στον καθρέφτη. Ήσουν πάντα τόσο παθητικά επιθετικός άνθρωπος; Κρατούσες εσύ μούτρα απ’ τα γεννοφάσκια σου ή είναι κι αυτό κάτι που υιοθέτησες στην πορεία; Δεν μπορείς να θυμηθείς κι αυτό που θυμάσαι δυσχεραίνει τη θέση σου. Αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη σου δε σου αρέσει. Κοιτάζεις το άλλο μέλος της σχέσης σου. Αναρωτιέσαι και για εκείνον αν ήταν πάντα έτσι ή αν, τελικά, καταλήξατε να βγάζετε ο ένας στον άλλο τον κακό του εαυτό. Ούτε αυτό που βλέπεις στην άλλη πλευρά σου αρέσει. Γίνατε αυτό που απευχόσασταν. Κατάντησες αυτό που κορόιδευες κι αυτό είναι μια επίπονη παραδοχή.

Δε σε αντέχεις πια σ’ αυτή τη σχέση. Δεν είσαι πια εσύ, ίσως να μην υπήρξες και ποτέ πραγματικά. Ίσως η σύμβαση αυτής της σχέσης να απαιτούσε εξ αρχής να είσαι κάποιος άλλος κι από γινάτι να το δέχτηκες ασυζητητί χωρίς να διαβάσεις τα ψιλά γράμματα. Τυραννάς τον εαυτό σου με τη γνωστή ερώτηση που έκαναν όλοι όσοι βρέθηκαν στη θέση σου «πώς φτάσαμε ως εδώ;», μα δεν έχει νόημα να απαντηθεί. Η σωστή ερώτηση σ’ αυτό το πρόβλημα είναι «και τώρα τι κάνω;»

Φεύγεις. Ήρθε η ώρα να μαζέψεις ό,τι απέμεινε απ’ τον εαυτό σου, απ’ την αλλοτριωμένη σου προσωπικότητα και να φύγεις. Μη μένεις κάπου που το αντίτιμο περιλαμβάνει θυσίες του εαυτού σου, δεν υπάρχει λόγος κι αν νομίζεις πως υπάρχει, εθελοτυφλείς ακόμα. Τρώτε τις σάρκες σας και το λέτε έρωτα. Δειπνείτε με τα «εγώ» σας για ένα «εμείς» σαρκοβόρο κι αιμοδιψές. Αυτό θες; Άντε λοιπόν, τι περιμένεις; Πότε θα φύγεις; Όταν πια δε θα ‘χει απομείνει τίποτα από όσα είσαι; Όταν πια θα πρέπει να σε ανακαλύψεις απ’ την αρχή; Έλα, μην το σκέφτεσαι και πισωπατάς· ήρθε η ώρα να την κάνεις.

Δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι κάποιος άλλος. Κάποιος που δε σου αρέσει, κάποιος που δε θα έκανες παρέα. Μπορείς να γυρίσεις πίσω το χρόνο και να αλλάξεις κάθε βήμα που σε έφτασε εκεί; Μπορείς με ένα κουμπί να κλείσεις αυτό που σε μετατρέπει σε κάτι που δεν είσαι ή δε θες να είσαι; Ποια λύση έχεις, λοιπόν;

Πάρε την περηφάνια σου –όση έχει απομείνει–, πάρε την αυτοεκτίμησή σου και κλείσε την πόρτα πίσω σου. Κάτι στην ένωσή σας σκοτώνει εσένα, λίγο-λίγο μα μεθοδικά, γι’ αυτό μην αργείς. Κλάψε αν θες· για τη σχέση που δεν πέτυχε, για το χαμένο σου εγώ ή το χαμένο χρόνο. Για τις προσπάθειες που απέβησαν άκαρπες, ακόμα. Μα μη μένεις άλλο. Φύγε.

Φύγε τόσο για σένα όσο και για τον άλλο. Φύγε για να βρεις πάλι τον εαυτό σου και για να κρατήσεις τις καλές αναμνήσεις σας. Φύγε προτού σε σιχαθείς, προτού σε σιχαθεί κι ο άλλος. Αν συνειδητοποιείς πως αυτό που κάνεις στον εαυτό σου δεν είναι καλό, τότε μην κάνεις τα στραβά μάτια και μη διαιωνίζεις μια άσχημη κατάσταση. Όσο μένεις τόσο χειρότερα είναι.

Κατασπαράζεις όσα με κόπο έχτισες τόσα χρόνια ή μήπως νομίζεις πως η προσωπικότητά σου χτίστηκε σε μια στιγμή; Δούλεψες γι’ αυτό. Πάλεψες για να γίνεις κάποιος που αγαπάς να είσαι, γιατί να σε πετάξεις στα σκουπίδια, έτσι απλά, για μια σχέση;

Έλα, μη χρονοτριβείς άλλο. Όσο δύσκολο κι αν είναι, φύγε. Αν όχι για σένα, για τη μανούλα σου, που σε έκανε για να βρεις την ευτυχία, όχι για να χάσεις τον εαυτό σου.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη