Πολλά χαρίσματα και ταλέντα έχουν πολλοί από εμάς σε κάποιο είδος τέχνης. Άλλοι ζωγραφίζουν υπέροχα, υπάρχουν εκείνοι που η μουσική που παίζουν αποτελεί βάλσαμο για τ’ αφτιά κάποιων, μια μικρότερη ομάδα ανθρώπων γράφει ποίηση κι αυτό τους κάνει ξεχωριστούς, και γενικά αν κάποιος δώσει βάση στο χάρισμα που του έδωσε η φύση ή το εξασκήσει μόνος του, πολλά μπορεί να πετύχει και για τον εαυτό του αλλά και για το σύνολο.

Ένα χάρισμα, όμως, που καυχιούνται ότι έχουν κάποιοι, κι είναι άσχετο με την κλασική έννοια της τέχνης, είναι εκείνη η διαίσθηση που έχουν όσοι υποστηρίζουν πως μπορούν να καταλάβουν τον χαρακτήρα κάποιου άλλου ή –τουλάχιστον– τη γενικότερη φύση του, μονάχα από ένα κοίταγμα στο πρόσωπο. Κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, το βλέμμα ή απλά κι αόριστα το συναίσθημα κι η αύρα που τους βγάζει κάποιος, τους καθιστά ικανούς να βγάλουν συμπεράσματα για έναν άνθρωπο κρίνοντάς τον σαν πονηρό, αθώο, καλό ή κακό, και πάει λέγοντας.

Μερικές φορές, πέφτουν μέσα, αλλά είναι αυτό αρκετό για να γενικεύουν και να επιμένουν ότι είναι σε θέση να δουν την ψυχοσύνθεση κάποιου άλλου ανθρώπου απλώς βάσει το τι τους βγάζει η εξωτερική του εμφάνιση ή ο τρόπος που μιλά και στέκεται; Κανείς δεν αμφισβητεί ότι μπορεί και να συμβαίνει, όμως είναι ταλέντο ή υπεροψία; «Κόβοντας φάτσες» βγάζει κάποιος πολύ γρήγορα συμπεράσματα για τον άλλον κι ίσως να τον αδικεί.

Μήπως η προδιάθεση που έχει –αφού πιστεύει πως δεν πέφτει έξω στην εκτίμησή του– βάζει τον άλλον (χωρίς να το ξέρει) με την πλάτη στον τοίχο κι ό,τι και να κάνει, δε θα έχει αποτέλεσμα ν’ αλλάξει τη γνώμη του; Ή, μήπως, τελικά έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο κι αποδεδειγμένα έχουν πέσει μέσα, γλυτώνοντας έτσι κόπο και χρόνο, αφού δε θα χρειαστεί να επενδύσουν τίποτα παραπάνω από μερικά λεπτά της ζωής τους, καθώς η ετυμηγορία έχει ήδη βγει;

Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος απορρίπτεται από μία θέση εργασίας, ενώ έχει όλα τα εχέγγυα και τα προσόντα γι’ αυτήν, απλώς και μόνο γιατί δεν τον συμπάθησε αυτός που έπρεπε ν’ αποφασίσει. Άλλες τόσες φορές γνωρίζουμε κάποιον φίλο φίλου κι απλώς, επειδή δε μας γέμιζε το μάτι, απορρίπτεται με συνοπτικές διαδικασίες. Δηλαδή, το «φαίνεσθαι» είναι σημαντικότερο απ’ το «είναι».

Κυκλοφορεί η φήμη πως οι κοντοί άνθρωποι είναι πονηροί, οι χυμώδεις κομπλεξικοί, αυτοί που δεν κοιτούν στα μάτια είναι υποκριτές, οι κλειστοί τύποι είναι απόμακροι, αυτοί που μιλούν πολύ είναι φαφλατάδες, αυτοί που μιλούν λίγο κρυψίνοες, και πάει λέγοντας. Στη μόνη –ίσως– περίπτωση που οι περισσότεροι από εμάς τυφλωνόμαστε και χάνουμε και την ακοή μας ταυτόχρονα, είναι στον έρωτα γιατί –όπως λέει κι ο σοφός λαός– «ο έρωτας είναι τυφλός» κι ίσως και κουφός, συμπληρώνουμε εμείς. Αλλά και πάλι δεν είναι απόλυτο ούτε τότε.

Γενικά, καλό θα ήταν να μην κρίνουμε κάποιον απ’ το έξω του, τον τρόπο που μιλάει, που κοιτάει ή που στέκεται. Απ’ την άλλη μεριά, κι ειδικά μιλώντας, είναι κάποιες φορές που όλοι έχουμε κρίνει κάποιον από κάτι μηδαμινό που είναι εμφανές κι ίσως και να ‘χουμε πέσει μέσα. Και τότε παίρνουν τα μυαλά μας αέρα και νομίζουμε πως έχουμε κάποιο κληρονομικό χάρισμα. Το τσουβάλιασμα, όμως, δεν έκανε ποτέ καλό. Δεν μπορείς να θεωρείς πως ξέρεις κάποιον και να τον χαρακτηρίζεις, χωρίς να τον έχεις ουσιαστικά γνωρίσει -έστω λίγο, ώστε να μπορέσεις να βγάλεις κάποιο συμπέρασμα για το ποιόν του με σχετική ασφάλεια κι όχι τελείως αυθαίρετα.

Όλοι θα βρουν να πούνε κάτι. Το θέμα είναι να πέφτουν μέσα και να μη βασίζουν την άποψη που έχουν για άλλους σε υποθέσεις κι αερολογίες. Όπως δε μας αρέσει να μας κρίνουν, χωρίς να μας έχουν γνωρίσει, καλό θα ήταν να μην το κάνουμε κι εμείς προς τους άλλους.  Βέβαια, αυτό θα έπρεπε να ισχύει μόνο σε περίπτωση που μας νοιάζει η γνώμη κάποιου, γιατί σε άλλη περίπτωση δεν πά’ να λένε ό,τι θέλουν;

Έχουμε παλιά υποδήματα, έτσι δεν είναι; Ε, ας ξεκινήσουμε τις σημειώσεις, λοιπόν!

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη