Έχεις καιρό που δηλώνεις απών. Πέταξες ένα «αυτό ήταν· τελειώσαμε» και χτύπησες δυνατά την πόρτα. Δε γύρισες πίσω, δε σε ξανάκουσα, δεν είδα καν μήνυμα σου.

Έκτοτε, κάθε βράδυ τέτοια ώρα σηκώνω κλήσεις με απόκρυψη από κάποιον που διστάζει να μιλήσει. Μένουμε βουβοί ανταλλάσσοντας ανάσες για δέκα λεπτά κι έπειτα κλείνουμε.

Δε σε κατάλαβα νομίζεις; Δεν αρκεί ένας άγνωστος αριθμός για να κρυφτείς, μωρό μου.

Τις σιωπές σου θα τις αναγνώριζα παντού. Ανάμεσα στα χιλιάδες τσιγάρα που ανάβονται, ξεχωρίζω τον ήχο του αναπτήρα σου και τον τρόπο που ξεφυσάς τον καπνό όταν απαντώ στην άλλη άκρη της γραμμής.

Είναι κι αυτή η ρημάδα η διαίσθηση που χοροπηδά στο στήθος μου, λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το τηλέφωνο.

Φοβάσαι, το ξέρω.

Φοβάσαι να μου δείξεις ότι μετάνιωσες μήπως και σε θεωρήσω ασταθή στις αποφάσεις σου.

Φοβάσαι νʼ αρθρώσεις «μου λείπεις», μη τυχόν πατήσω πάνω του και βασανίσω τον έρωτά σου στα χέρια μου.

Είναι και που είσαι άντρας. Οι άντρες δεν επιτρέπεται να πέφτουν ούτε να λυγίζουν.

«Οι άντρες δε κλαίνε» μου είχες πει και κορόιδευες τον εαυτό σου αφού κατεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας, σκούπισες τα δυο δάκρυα που τόλμησαν να κυλήσουν από τα μάτια σου.

Αγαπούσες την ανωνυμία. Το είχα καταλάβει από τʼ ανυπόγραφα ραβασάκια που άφηνες κρυφά στη τσάντα μου ή από τις αφιερώσεις στην αγαπημένη μας ραδιοφωνική εκπομπή τον καιρό που ήμασταν πιτσιρίκια.

Είναι πιο εύκολο όταν χωράς τον εαυτό σου σʼ ένα τραγούδι ή σε πέντε γραμμές. Νιώθεις ασφαλής και προστατευμένος από την απόρριψη ή την ανεπιθύμητη έκβαση των γεγονότων.

Τότε το έβρισκα χαριτωμένο. Τα μυαλά στα κάγκελα, η καψούρα χτυπούσε ταβάνι και το παιχνίδι της ανώνυμης ίντριγκας άναβε τα αίματα και φούντωνε τον πόθο.

Μεγαλώσαμε πολύ όμως από τότε. Παιχνίδια μας παίζει η ίδια η ζωή και δολοπλοκίες στήνουν αυθαίρετα οι άνθρωποι.

Μαζί μου έχω ανάγκη να είσαι απλά εσύ, χωρίς να κρατάς ζάρια στα χέρια.

Δε θέλω να παίξουμε. Τώρα έχω ανάγκη να είσαι εδώ.

Πες με κακιά, απόλυτη, ξενέρωτη, τα quiz και οι ολιγόλεπτες κλήσεις χωρίς όνομα δε μου φτάνουν.

Την ιστορία τη χτίσαμε με στιγμές που τα χέρια μας ήταν ενωμένα.

Στα μεθύσια σου ήμουν εκεί να σου κρατώ το κεφάλι και να χαϊδεύω τη πλάτη σου καθώς άδειαζες το στομάχι σου στη λεκάνη. Στα πρωινά μας ξυπνήματα ήμουν δίπλα να σου λέω την πρώτη καλημέρα. Ακόμη και στους τσακωμούς στεκόμουν κάτω από το παράθυρο φωνάζοντας σου πόσο μισώ που σʼ αγαπώ τις στιγμές που με πληγώνεις.

Ήμουν: ρήμα σε χρόνο Παρατατικό που δηλώνει ότι υπήρξα στʼ αλήθεια σε πραγματικό χώρο και χρόνο, χωρίς μάσκες, χωρίς μύτες ψηλά, γεμάτη κυρίως από σένα και λιγότερο από μένα.

Ρήμα που ούρλιαζε τη θέληση μου να μοιράζομαι τον αέρα μαζί σου.

Ο έρωτας γράφεται με την αμοιβαία συνύπαρξη. Μετράει φύλλα και γράφει βιβλία όταν είσαι και είμαι εδώ.

Για αυτό σου λέω: έλα!

Πάρε με τον αριθμό σου ή πέτα το ηλίθιο κινητό και χτύπα το κουδούνι μου.

Γονάτισε, κλάψε, δείξε μου πόσο ανήμπορος είσαι μακριά μου. Τσαλάκωσε τον ανδρικό σου εγωισμό και κάτσε να σε βρίσω για όλες αυτές τις στιγμές που μʼ έπνιξες με το αβάφτιστο ενδιαφέρον σου.

Σπάσε τη σιωπή λέγοντάς μου ότι δεν αντέχεις χωρίς εμένα και ότι είμαι μπούφος που δεν κατάλαβα ότι ήθελες να ακούσεις τʼ όνομα σου από τα χείλη μου για να πάρεις το θάρρος να μιλήσεις στο συνεχές θέατρο του ανώνυμου παραλόγου.

Αφού ξέρεις ρε χαζέ πως νιώθω κι εγώ το ίδιο.

Μη φοβηθείς τον εαυτό σου, μη φυλάγεσαι από μένα. Δε σκοπεύω να σε εκμεταλλευτώ για να θρέψω την αλαζονεία μου με τη δική σου αποκαθήλωση.

Μια απόδειξη ζητάω να πιαστώ για να συνεχίσω.

Σπάσε τα γόνατα της ανυποχωρητικότητάς σου και δείξε μου πως απόψε σου έλειψα πιο πολύ από ποτέ.

Πως δεν αντέχεις να μετράς γόπες στο τασάκι κι ούτε σου αρκεί ο ήχος της φωνής μου.

Κάνε ένα βήμα πίσω κι εγώ θα κάνω τα επόμενα δέκα.

Μόνο έλα σε παρακαλώ. Φανερώσου και στάσου με θράσος μπροστά μου, βούλωσέ μου το στόμα και πες όσα δεν μου είπες ποτέ.

Όσα έκρυψες μέσα σε γράμματα χωρίς αποστολέα, όσα δείλιασες να ξεστομίσεις στις αποκρύψεις, όσα κουκούλωσες κάτω από τα μάτια της περηφάνιας σου.

Έλα τώρα που προλαβαίνεις. Τώρα που καίει το κορμί μου το άδειο μας κρεβάτι.

Φοβάμαι κι εγώ στο λέω ευθέως. Τρέμω πως ίσως αργήσεις τόσο, που θα έχω σταματήσει να ελπίζω και να πιστεύω σε μας.

Φοβάμαι τη μέρα που θα έχω φύγει και η μόνη απάντηση που θα παίρνεις θα είναι «ο αριθμός που καλέσατε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή».

Συντάκτης: Έλενα Φλώρου