Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει περασμένες δύο. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Και να θέλω να το αποφύγω δεν μπορώ, αφού είναι απέναντι από το κρεβάτι. Βλέπω ένα πλάσμα κουλουριασμένο και χλωμό. Ευτυχώς το φως είναι λιγοστό. Σηκώνομαι κουρασμένα και πλησιάζω περισσότερο. Δε γνωρίζω το κορίτσι που με κοιτάει. Έχει μαλλιά αχτένιστα και μάτια πρησμένα και μουντζουρωμένα. Με θλιμμένο κλόουν μοιάζει περισσότερο. Σχεδόν τρόμαξα.

Όχι, αδύνατον να είμαι εγώ. Εγώ είμαι πάντα γελαστή, η ψυχή της παρέας. Τα μάτια μου μόνο χαμογελάνε. Ή μάλλον, χαμογελούσαν. Πού χάθηκε η χαρά; Όταν σε πρωτογνώρισα, τρόμαξα με τη γενναιοδωρία σου. Γενναιοδωρία στην επαφή, στην αισιοδοξία, στα γέλια στις αγκαλιές, στα φιλιά, στα χάδια.

Χάδια απαλά, λυτρωτικά που έκαναν το κορμί να ριγεί από συγκίνηση.  Ήρθες σε μια γκρίζα στιγμή να μου δείξεις πως από δυο μονάχα μάτια ενός ανθρώπου μπορούν να βγουν χιλιάδες χρώματα. Μου έμαθες πώς είναι το μέσα μας όταν ερωτεύεται αληθινά. Πότε ξανά δε γέμισαν οι σκέψεις μου με τόση αισιοδοξία. Και γι’ αυτό θα σ’ ευγνωμονώ, τουλάχιστον για όσο μου επιτρέπει η μνήμη κι η καρδιά μου.

Πώς αλλάζουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη; Οι πιο λογικοί, οι πιο ρεαλιστές τα κοροϊδεύουν αυτά. Έρωτες περί ανέμων και υδάτων. Κάστρα χωμάτινα τους λένε που τόσο εύκολα γκρεμίζει ο αέρας και η θάλασσα. Ποτέ δεν ήθελα να τους πιστέψω. Είχα, έχω, ακόμα ρομαντική ψυχή. Ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μου, εγώ πάντα θα πιστεύω στη δύναμη της αγάπης, της καλοσύνης, των ονείρων.

Δυστυχώς, όμως, έφτασε και γι’ εμένα η στιγμή να με χλευάσουν όλοι αυτοί οι κυνικοί γιατί επιτέλους «πρέπει να πάψεις να ζεις ονειροπολώντας». Να που αναγκάστηκα να κατεβώ στη γη. Τα όσα έκανες  –ή καλύτερα τα όσα δεν έκανες– με πέταξαν από ψηλά, σε μια πτώση που είχε αρχή, αλλά ακόμη δε βλέπω το τέλος.

Είναι σκληρή η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους. Που ανακαλύπτεις ότι πίσω από ένα όμορφο πρόσωπο, κρύβεται το ψέμα. Και κάπου εκεί, ήρθε και με βρήκε το άλλο μου εγώ. Ένα εγώ καταθλιπτικό, κυκλοθυμικό. Ποια είναι αυτή που κλαίει ξαφνικά ανάμεσα στον κόσμο; Που κλείνεται μέσα στο σπίτι; Που κρεμάει τη ζωή της πάνω από ένα τηλέφωνο περιμένοντας απλά να γράψει τ’ όνομά σου στην οθόνη; Που αν το γράψει χαζογελάει σαν να της έχουν χαρίσει τον κόσμο όλο; Ποια είναι αυτή που δε γνωρίζει πια τι είναι σωστό και τι λάθος; Που τη μια στιγμή θέλει να βγει, να έρθει να σε βρει και να σου διαλύσει όλο σου τον ψεύτικο κόσμο και την άλλη σε αναζητάει απεγνωσμένα. Ένα ανόητο, ανισόρροπο πλάσμα που μπορεί να σου θυμώνει με την ίδια ένταση που σε αποζητάει, ένα ανώριμο κορίτσι.

Δε μου ταιριάζει όλο αυτό. Απλά δεν είναι εγώ. Και με λυπάμαι που κατάντησα έτσι. Είναι τρομακτική τελικά η δύναμη του έρωτα. Μόνο αν τη ζήσεις, θα το καταλάβεις. Γέλα όσο θες τώρα. Θα έρθει και η σειρά σου. Μου λείπεις τρομερά. Τουλάχιστον έχω ακόμη τη δύναμη να είμαι ειλικρινής. Δε με νοιάζει να δείξω τι αισθάνομαι. Ίσα-ίσα, θέλω να ξέρεις ακριβώς τι μου συμβαίνει.

Μου λείπεις. Δεν ξεχνώ την αδικία, το ψέμα, το άλλο μου εγώ που έχει θρονιαστεί μέσα μου. Αλλά αναγνωρίζω ότι ακόμα κι έτσι, μου λείπεις. Όμως περισσότερο μου λείπω εγώ. Μου λείπει ο εαυτός μου πριν σε γνωρίσω. Θέλω να διώξω μακριά μου την ανασφάλεια του «μήπως είμαι λίγη». Όχι, μάτια μου όμορφα. Δεν είναι εγωισμός, ούτε πείσμα. Απογοήτευση είναι και πληγωμένα αισθήματα. Για έναν έρωτα που στάθηκε δειλός και μικροπρεπής. Για έναν έρωτα κοινότυπο που ξέχασε να κρατήσει τις υποσχέσεις του.

Ξέρω πως αν ήταν αποκλειστικά στο χέρι σου, θα ήταν όλα αλλιώς. Κι εσύ ξέρεις πόσο δειλός είσαι που κοροϊδεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό ότι δεν είναι στο χέρι σου. Μα δεν το βλέπεις; Είσαι μια ανάσα πριν την ευτυχία. Παρ’ την επιτέλους! Τι φοβάσαι; Μη σου ανταποδώσω το ψέμα που μ’ έντυσες; Αγάπη μου, πρέπει να πάρεις το ρίσκο. Θέλω εσένα όπως ήσουν στην αρχή, όπως ξέρω ότι είσαι πραγματικά, και θέλω τον παλιό μου εαυτό πίσω, χαρούμενο, αξιοπρεπή, δυνατό. Μαζί. Όπως μας ταιριάζει.

Συντάκτης: Στέλλα Φρασιόλα