Οίνος ευφραίνει καρδίαν! Μα «ευφραίνω» σημαίνει «προκαλώ ευχαρίστηση». Αν λοιπόν το κρασί ή γενικότερα το αλκοόλ λένε ότι μας προσφέρει μια κάποια ηδονή κι απόλαυση, γιατί υπάρχεις κι εσύ, ρε τρελέ, που μόλις κατεβάσεις δυο ποτηράκια παραπάνω συγκινείσαι, κλαις κι αρχίζεις τις εξομολογήσεις;

Κατάρα ανεκδιήγητη και μη βιώσιμη, παιδιά, να θες να το ρίξεις λίγο έξω και το γλυκόπιοτο να σε χτυπάει αδυσώπητα! Οι φυσιολογικοί άνθρωποι, όταν μεθούν, σφιχταγκαλιάζονται, λικνίζουν το κορμάκι τους, τραγουδούν, χαζογελάνε. Τέλος πάντων, ξεφαντώνουν! Αλλά εσύ ανένδοτα μόλις κάνεις κεφαλάκι, νιώθεις σταδιακά να σε πνίγουν τα παράπονα – ναι, ακόμη κι αν φαινομενικά όλα κυλάνε πρίμα στη ζωάρα σου.

Με το ποτό να ρέει άφθονο και το κέφι να σιγοβράζει θα ‘σαι πάντα ο αγαπητός «μαλάκας» της παρέας που θα το διαλύει. Λιάρδα έρχονται οι πιο αληθινές εξομολογήσεις. Το «στην υγειά μας» γίνεται «σας αγαπώ» και το «άσπρο πάτο» μετατρέπεται σε «δε θέλω να στενοχωριέστε για τίποτα αφού είμαι εγώ εδώ».

Οι αγκαλιές και τα φιλιά θα δίνουν και θα παίρνουν. Κι επειδή αυτά δεν ακούγονται πολύ συχνά, είναι μια κλασσική ευκαιρία να τα επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά, μπας και χορτάσεις κάποτε να τα ξεφουρνίζεις.

Το αλκοόλ ρίχνει τις άμυνες. Κι επειδή οι άνθρωποι τείνουμε να οχυρώνουμε τη νηφαλιότητά μας μ’ απόρθητα τείχη και κάστρα για να προστατευτούμε από επέλαση τοξικών συναισθημάτων κι ανθρώπων, ένα μεθύσι πάντα στέκεται ακμαίο δίπλα στ’ ανομολόγητα. Άλλωστε, εσύ ο εσωστρεφής, που εκδηλώνεσαι δύσκολα κι έχεις αλλεργία σε κάθε είδους στοργικότητας, βρίσκεις μέθοδο να ξομολογήσεις τα «μέσα» σου.

Κι όταν ο κόμπος σε πνίξει κι αρχίσεις να σεκλετίζεσαι για τα βάσανα που σε τυραννάνε, για τα παράπονα που αγκομαχάνε να βγουν απ’ τα χείλη σου, θα κλάψεις λιγάκι παραπάνω. Έστω κι αν η αφορμή είναι τόσο μηδαμινή όσο ότι στέρεψε το κόκκινο κρασί και τώρα θα μπεκροπιείτε απ’ το λευκό. Κατάθεση εσώψυχων με πολλή κλάψα και μοιρολόι. Των φίλων τα προβλήματα θα γίνουν και δικά σου. Γιατί είναι η γη, βρε, στρογγυλή; Γιατί πεινούν παιδιά στην Αφρική;

Κι όσο χαζομάρες κι αν ακουστούν, η αδυναμία του «δυνατού» φαίνεται μονάχα όταν γίνει σκνίπα. Βασικά είσαι ο ορισμός του «πίνω για να ξεχάσω και τελικά θυμάμαι». Αλλά όταν πιεις, το περιμένεις το ξελάφρωμα.

Πίνεις για να φανερωθεί το μπέρδεμα και να ξετυλιχτεί. Για να ξεδιαλύνεις τα σεκλέτια. Να μη ρημάζουν τη γκλάβα πια. Γέμισε κι ήρθε καιρός ν’ αδειάσει. Για να ‘χει χώρο περισσότερο και να χωρέσει κι άλλα. Φαύλος κύκλος. Αδειάζεις για να φουλάρεις πάλι!

Τώρα, ενδιάμεση λύση δεν υπάρχει. Το κεφάλι φέρνει μελαγχολία κι η μέθη θλίψη. Άντε στην αρχή να ρίξεις κάνα δυο φούρλες για το καλό, αλλά οι φούρλες θυμίζουν ζεϊμπέκικο. Και πριν το συνειδητοποιήσεις, μονολογείς ότι δε ζεις γονατιστός. Ναι, εσύ, της γερακίνας ο γιος – γονατιστός απ’ τη ζούρλα του πιοτού και τη θρηνολογίας μεν, αλλά γιος της γερακίνας δε!

Άσε που, σοβαρά τώρα, δεν είμαι σίγουρη ότι υπάρχει πειστική εξήγηση για το ζήτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πλήρης ανικανότητά σου να γίνεις φέσι τις περιόδους γαλήνης κι ανακωχής της κούτρας σου και της ζωής σου. Ρε παιδί μου, για εσένα η διαδικασία προϋποθέτει πόνο και συναίσθημα. Η μέθη χάνει τη μαγκιά της όταν τίποτα δεν έχει για να πνίξει.

Κι αν καταφέρεις τότε και γίνεις πίτα, έννοια σου! Όλο και κάποια ανησυχία θ’ αναδυθεί ενδόμυχα απ’ τα ασυνείδητα για να εκτινάξει το συναίσθημα της κατάθεσης ψυχής στα ύψη. Ύμνος σ’ αυτά που σε πλήγωσαν, τιμή σε όσα σε πείραξαν. Να ξεχυθούν και να χαθούν γιατί μπούχτισαν οι καρδιές μας. Αφού οι αμέθυστες ψυχές μας ξενερώνουν μονίμως μένοντας στη μούγκα, το ποτό θα ‘ναι πάντα η διέξοδος όσων πασχίσαμε να χώσουμε με τη βία στ’ ανείπωτα.

Κι εσύ, αισθαντικός όπως πάντα, προβλέπεις την έκβαση απ’ την πρώτη γουλιά που θα κυλήσει στον οισοφάγο. Γιατί αν είναι να γίνεις γκολ, το διαισθάνεσαι στη γεύση του αλκοολούχου αφεψήματος. Αυτό ξέρει. Όλα τα ξέρει!

Δείγμα ακαταγώνιστης εσωστρέφειας και βάσανο για τους φίλους που σ’ αντέχουν, που σπεύδουν πυρετωδώς να χαμπαριάσουν και να επιλύσουν τα προβλήματά σου. Βασικά, το τελευταίο που χρειάζεσαι όταν κυλιέσαι με δάκρυα κι ένα μπουκάλι στο χέρι σε εμβρυική στάση στη γωνία της κουζίνας, είναι λύσεις κι αποδείξεις.

Όταν σεκλετίζεται, ρε μάγκες, δεν ψάχνει για συμβουλές. Ορμήστε στην αγκαλιά του μεθυσμένου, πείτε του πόσο κλαψιάρης είναι κι υποσχεθείτε του πως θα τον αγαπάτε ακόμη κι αν τελειώσει όλο το ποτό του πλανήτη τούτου.

Είναι ψυχάρες που υιοθετούν ως πάθη και λάθη κάθε αδικία που τους τριβελίζει. Και προσπαθώντας να σώσουν έναν κόσμο κατεστραμμένο και καταδικασμένο στην παθητικότητα, ίσως και να ξεχνάνε πως τελικά τ’ ανείπωτα βράζουν και φλέγονται. Οπότε αν γι’ αυτούς «νηφάλιος» σημαίνει να ‘σαι μετριοπαθής για να μη βλάψεις την ησυχία των άλλων, τότε «μεθυσμένος» ορίζεται ως ουρλιαχτό για όσα του «πηδούν» το γούστο!

Εν κατακλείδι, δε θα κλάψω ποτέ απ’ τα γέλια όταν θα ‘μαι τύφλα. Γενικά, ο κόσμος θα ‘ταν πιο αληθινός αν ήμασταν πάντα λιγάκι μεθυσμένοι. Ειδικά, οι αλήθειες μου στριγγλίζουν όταν γίνομαι σκνίπα. Αν τύχει κι ακούσεις τις στριγκλιές μου, μπορεί και να με μάθεις!

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Σούκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Χριστίνα Σούκη