Ξέρεις ανέκαθεν υπήρχε μια αρχέγονη, μυστήρια και πολύπλοκη σχέση μητέρας και παιδιού. Μια σχέση που δεν είναι σαν τις άλλες, μια σχέση που ίσως ποτέ δε θα καταφέρει ένας πατέρας να αποκτήσει. Μια σύνδεση περίεργη, θυελλώδης και στοργική, αγάπης και στιγμιαίου μίσους, πόνου και χαράς, θύμησης και λησμονιάς.

Είναι λοιπόν περίεργο το δέσιμο της μητρότητας, αποχωρίζεσαι ένα κομμάτι του εαυτού σου και παρ’ όλα αυτά το κοιτάς να μεγαλώνει χωριά από σένα, αλλά μαζί με σένα. Είναι λίγο δύσκολο να μπει κανείς στην ψυχοσύνθεση της μάνας και να μπορέσει να αποδώσει με λόγια που να υπάρχουν, την κατάσταση αυτή. Πολλοί το προσπάθησαν, αλλά τα βρήκαν σκούρα. Ακόμα κι οι ίδιες δεν μπορούν εύκολα να σου δώσουν να καταλάβεις. Με άλλα λόγια η μάνα πάντα θα αγαπάει το παιδί της, ό,τι και να της συμβεί, ό,τι και να του συμβεί. Ακόμα κι η Μήδεια που θανάτωσε τα ίδια της τα σπλάχνα, το έκανε με βαριά καρδιά κι επειδή δε θα άντεχε να είναι μακριά τους.

Η αγάπη λοιπόν αυτή λειτουργεί σαν ραντάρ. Ένα ραντάρ επικοινωνίας ανάμεσά τους που τους κάνει να αντιλαμβάνονται πότε κάποιος απ’ τους δύο δεν είναι καλά. Μια σύνδεση σαν αυτή των διδύμων, με τη μάνα απλά να διαισθάνεται λίγο περισσότερο.

Απ’ την άλλη πλευρά τώρα και το παιδί το ίδιο νιώθει άδειο χωρίς τη μάνα του. Μεγαλώνει από αυτήν και την έχει ανάγκη σε όλη του τη ζωή, ακόμα και όταν δεν το παραδέχεται. Σε αυτήν τρέχει σε κάθε πρόβλημα, σε αυτήν σε κάθε λύπη και χαρά. Σε αυτήν όταν χρειαστεί κάτι και σε αυτήν όταν ψάχνει το οτιδήποτε, από μικροπράγματα μέχρι τον ίδιο του τον εαυτό. Απλά έχουμε την τάση εμείς τα παιδιά να είμαστε λίγο εγωιστές όσον αφορά το να δείξουμε την αγάπη μας στη μάνα μας. Κολλάμε πολλές φορές και θεωρούμε πως είναι λίγο παιδιάστικες αυτές οι συμπεριφορές προβολής της αγάπης. Νομίζουμε ή μάλλον βασικά θεωρούμε την αγάπη αυτή ως κάτι το δεδομένο το οποίο βγαίνει αβίαστα και δε ζητά αποδείξεις καθημερινές.

Άλλες φορές πάλι ξεχνάμε να το πούμε και να το δείξουμε γιατί θεωρούμε πως δεν έγινε και κάτι αν το ξεχάσουμε για λίγο. Εδώ όμως είναι που κάνουμε λάθος. Δεν είναι σωστό να θεωρούμε την αγάπη της μάνας μας ως κάτι δεδομένο κι αστείρευτο, ακόμα κι αν είναι, πρέπει να της λέμε όσα νιώθουμε, αυτά που μας κάνει να νιώθουμε. Να μην είμαστε εγωιστές και να σηκώνουμε το ρημάδι το τηλέφωνο όταν μας παίρνει για δέκατη φορά μέσα στη μέρα. Πρέπει να την κοιτάμε στα μάτια και να της λέμε ότι μας λείπει. Να σηκώνουμε το χέρι μας και να την παίρνουμε τηλέφωνο να της τα πούμε. Να της τα λέμε ακόμα κι όταν μας πρήζει για το πού βαδίζει η ζωή μας.

Γιατί βαθύτερα αν κοιτάξουμε μπορούμε να καταλάβουμε ότι γι’ αυτήν είμαστε όλη της η ζωή, πως κάτι τόσο δικό της όσο εμείς δεν υπάρχει στον κόσμο και πως όταν είμαστε μακριά, της λείπουμε και θα ευχόταν να μας έχει κοντά της. Πως θα πέθαινε για μας, πως της δίνουμε το νόημα για να ζει.

Οπότε αν κάποια στιγμή το νιώσεις, σήκωσε το κουλό σου και πάρε τηλέφωνο, δε χρειάζονται πολλά, ένα «τι κάνεις μάνα, πώς περνάς, μου ‘χεις λείψει» κι όλα θα της μοιάζουν καλύτερα. Είναι ανάγκη μας να επικοινωνούμε με τη μάνα μας και να μας τα λύνει όλα με μια αγκαλιά. Σκέψου, δες, αποφάσισε και πράξε αναλόγως.

 

Συντάκτης: Θεοδόσιος Ραβανός
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη