Η σιωπή είναι χρυσός και η προσποίηση πλατίνα. Αφενός τριτοδεύτερη και καταιδρωμένη, αφετέρου, γλυκιά μου, καθόλου δε σου πάει.

Καλύτερα λοιπόν σε ευάλωτες στιγμές να μην το ανοίγεις καν το ρημάδι, παρά να δίνεις ρεσιτάλ μονολόγου επιθεώρησης –καθώς περι επιθεώρησης πρόκειται και μάλιστα κακής– στους γύρω σου και κυρίως στον ίδιο σου τον εαυτό. Ε μα, είναι ξεφτίλα.

Εντάξει, το καταλαβαίνω, χώρισες και περνάς ζόρια και σου λείπει αυτός ο διάολος και άγγελος μαζί με το μεθυστικό άρωμα, το έκφυλο βλέμμα και το γαμάτο σεξ που σου έκανε, όμως πλέον είναι πρώην και πρέπει να παραμείνει κλεισμένος στο σεντούκι που αναγράφεται πάνω «πρώην». Δε γυρνάμε πίσω, μη μου τα χαλάς.

Είναι πρόσφατο το ξέρω, είναι φορτίο βαρύ, όμως εντάξει, δε χάλασε δα κι ο κόσμος. Σήκωσες μπαϊράκι εσύ και όπου φύγει-φύγει για το θεαθήναι. Πάντα για τα μάτια του κόσμου και τη δική σου εικόνα. Μην τσαλακωθείς, μη δείξεις πως πονάς, μη δείξεις πως τσουρουφλίζεσαι κι ότι πολύ σύντομα θα γίνεις μπουρλότο.

Κοίτα, δε θέλω να σε πάρω από τα μούτρα, και στο δηλώνω εξαρχής. Υπήρξα ουκ ολίγες φορές στη θέση σου. Να το παίζω ιστορία, πως δε μου καίγεται καρφάκι, πως αδιαφορώ και απλά συνεχίζω με μια μύτη πιο πάνω κι απ’ τα φρύδια μου και μ’ ένα χαμόγελο – πιο ειρωνικό πεθαίνεις. Και τι κατάφερα; Μια τρύπα στο  νερό. Αυτό δηλαδή που καταφέρνεις μόνο κι εσύ.

Εννοείται πως δεν παραδέχεσαι τίποτα, ούτε καν στους κολλητούς σου. Σου λείπει; Ούτε καν! Νοιάζεσαι ακόμα; Ούτε καν! Θες να τα ξαναβρείτε; Ούτε καν! Είναι εύκολο να προχωρήσεις; Μάντεψε: Ούτε καν!

Και κάπως έτσι λοιπόν, αγαπημένοι, επιλέγουμε την περπατημένη. Την προσποίηση. Άλλωστε για εμάς τις γυναίκες είναι κάτι φύσει εύκολο αν με καταλαβαίνετε– και σόρι κιόλας, αντράκια της υπόθεσης, αλλά ναι, το ‘χουμε εξασκήσει το άθλημα, όσο κι αν δε σας αρέσει. Ωστόσο βέβαια αυτό δε σημαίνει πως μας πάει κιόλας.

Ίσα-ίσα, μεγάλο φάουλ η προσποίηση. Μία, δύο έχει πέραση. Τρίτη φορά όμως που θα υποκριθείς δεν έχει γυρισμό. Γίνεσαι αυτομάτως γραφική, πώς να στο πω; Σε παίρνουν όλοι πρέφα και κυρίως ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Μυρίζει το fake από χιλιόμετρα και πίστεψέ με το να κυκλοφορείς στη Μεσογείων καταμεσήμερο με μποξεράκι στο κεφάλι, τόπλες και γαλότσες σου πηγαίνει περισσότερο!

Εσύ δεν είσαι αυτή που κόβεις βόλτες στο προφίλ του σταθερά και ανελλιπώς και δαιμονίζεσαι βλέποντας φωτογραφίες με αυτήν τη σουπιά την κολλητή του; Ποτέ δεν την πήγαινες τη ρουφιάνα.

Εσύ δεν είσαι αυτή που κάνεις πολλαπλά check in ανά μισάωρο στο φέισμπουκ στην ίδια πάντα τοποθεσία –η οποία εντελώς τυχαία ήταν το στέκι σας– και σχεδόν ολοφάνερα τον προσκαλείς- προκαλείς;

Εσύ δεν είσαι αυτή που σε φίλους και γνωστούς συζητάς ήδη για τον επόμενο, τον οποίο και καλά τον έχεις βρει, είναι από τη δουλειά σου, έχει πατήσει τα τριάντα, είναι μελαχρινός και αξύριστος με τατουάζ στο μπράτσο –εννοείται!– έχει ένα σκύλο το Ρούντυ και λατρεύει τα παιδιά; Από φαντασία βλέπω σκίζουμε…

Ταυτόχρονα εσύ είσαι αυτή που «παίζεις» με τον εαυτό σου κάτω από τα σεντόνια και τον φαντασιώνεσαι ακόμα. Χαζεύεις φωτογραφίες από εξορμήσεις σας και τις ποτίζεις με μαύρα δάκρυα γεμάτα από μάσκαρα –καταστάφηκαν οι φωτογραφίες!– και έχεις το τραγούδι σας στο repeat. Ακούς καμένες σας ηχογραφήσεις και γελάς σα χαζή και «σου λείπει γαμώτο, σου λείπει».

Σου λέω τα ‘χω περάσει, σε καταλαβαίνω. Και εννοείται πως κάθε φορά που τον βλέπεις τυχαία –γαμώ το Σύμπαν– συζητάτε τυπικά και το μπλαζέ σου το υφάκι είναι για μπάτσες. Φαντάζομαι δηλαδή, γιατί το δικό μου απ’ ό,τι μου έχουν πει πολύ μου πάει!

Εν ολίγοις, άλλα λες, άλλα κάνεις και άλλα εννοείς όπως λέει και το άσμα. Άνθρωπος είσαι, θα μου πεις, όχι ρομπότ. Εννοείται αντιδράς και οι ορμόνες σου χτυπάνε κόκκινο στη χαζομάρα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εκείνον, ο οποίος σε έθισε σε αυτήν, όμως πρέπει να το νιώσεις και να το πιάσεις για τα καλά: «Όχι άλλο δηθενιά! Όχι άλλο wannabe σταρχιδίστρια! Όχι άλλο βασίλισσα του τουπέ.»

Κλείσου στο σπίτι και κλάψε τον το μακαρίτη και ξέσπασε και αποτοξινώσου από την πάρτη του, να αποτοξινωθούμε και εμείς από τη βλακεία του εγκεφάλου σου που παίζει κρυφτό με το φαίνεσθαι, το είναι, το τι πρέπει να δείξεις για να μη σε λυπηθούν, ή μη σε κακολογήσουν και το τι πραγματικά είσαι κι αν το γουστάρεις ακόμα.

Κι αν ισχύει το τελευταίο, ρίξε λίγο τα μούτρα σου, πέσε στα πόδια του δούλα και κυρά και άναψέ τον όμορφα όπως μόνο εσύ ξέρεις, ζητώντας του να τα ξαναβρείτε. Από το να καίγεσαι και να μην το δείχνεις –τρελό μαρτύριο– χίλιες φορές να προσποιείσαι οργασμούς –πράγμα το οποίο απεύχομαι σαφώς!– και να τον έχεις.

Και αν όλα τα παραπάνω σου φάνηκαν κάπως σκληρά, μόνο έτσι θα στρώσεις πίστεψέ με. Εγώ πάντως, έτσι έστρωσα.

Συντάκτης: Μάρη Γαργαλιάνου