Η πραγματικότητα είναι ρευστή. Είναι νερό και εσύ είσαι βυθισμένος, κολυμπάς, πνίγεσαι, κυλάς ή ρέεις απαλά και πότε βρίσκεσαι εδώ, ποτέ εκεί, ενώ στην τελική πάντα βρίσκεσαι παντού, γιατί ένα σημείο του ωκεανού είναι ο ωκεανός ολόκληρος κατά κάποιο περίεργο τρόπο. Έτσι δεν είναι;

Η πραγματικότητα είναι ρευστή και δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς πού και γιατί, ούτε τι θα συμβεί στο ενδιάμεσο. Δεν μπορείς να εντοπίσεις τίποτα χειροπιαστό και όλα κυλούν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά σου, χάνονται, ρέουν και αλλάζουν μονίμως. Είναι πανέμορφα και συνάμα περίεργα.

Η πραγματικότητα συχνά πυκνά είναι φωτιά και εκεί τα πράγματα ξαφνικά είναι απλά. Όχι εύκολα, απλώς είναι απλά. Ενδόθερμες και εξώθερμες αντιδράσεις, ανταλλαγή ενέργειας και είτε θα κάψεις είτε θα καείς. Θα το κάνεις με όλο σου το είναι, συνεπώς δε θα σε νοιάξουν τα εμπόδια στην πορεία σου. Φωτιά, φλόγες, πύρινες γλώσσες που τυλίγουν την ύπαρξή σου και καις τα πάντα στο διάβα σου μαζί και τα ίδια τα όρια της πραγματικότητας.

Μετά έρχεται η αναγέννηση από τις στάχτες και είναι εξίσου όμορφη με την ίδια την καύση. Ο αναπλασμένος καρπός είναι πιο όμορφος, πιο μαγικός από τον πρωτότυπο. Ίσως γιατί έχει γνωρίσει πραγματική θέρμη. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν, επειδή μερικές φορές η ρευστή πραγματικότητα μπορεί να συνδεθεί με έναν περίεργο τρόπο με τη διάπυρη και τότε ειλικρινά μπορείς να χάσεις το μυαλό σου.

Ξαφνικά η πραγματικότητα μπορεί να μετατραπεί σε φωτιά που διψάει -πόσο παράλογο πράγματι- και στην πορεία φαντάζει μονάχη να σβήνει από την ίδια της τη δίψα. Πού ακούστηκε ποτέ κανείς να αναγεννηθεί από μουλιασμένα κάρβουνα και πώς αναζωπυρώνεις μια φωτιά που έχει σβήσει όταν ό,τι έχει απομείνει για να την τροφοδοτήσει αρνείται πεισματικά να ανάψει; Σκέτη παράνοια.

Πού και πού η πραγματικότητα σταθεροποιείται. Βγάζει ρίζες στο έδαφος, καθώς η βρεγμένη στάχτη το κάνει έφορο και τίποτα δεν την μετακινεί -ούτε κύμα, ούτε έκρηξη. Οι φλεγόμενες θάλασσες και οι φωτιές που διψούν δεν την αγγίζουν, καθώς είναι στεριωμένη, όλα είναι καθαρά, στερεά εμπρός σου και μπορείς να στηριχτείς για να βγεις από βούρκους και ηφαίστεια, να γλυτώσεις από πνιγμούς. Όλα είναι εκεί, όπως είσαι κι εσύ και όσο στηρίζεται η πραγματικότητα στο έδαφος, άλλο τόσο θα τη στηρίζει και αυτό. Ισορροπία.

Παραμένοντας σταθερός και ήρεμος, περνάει ο καιρός, και συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι για να κρατήσεις ισορροπία πρέπει να αντέξεις. Πρέπει και η πραγματικότητα σου να κρατηθεί, το οποίο σημαίνει να μείνεις στάσιμος. Ο εφιάλτης της στασιμότητας ξεκινά, γιατί η ισορροπία της πραγματικότητας είναι ωραία και την εκτιμάς, αλλά λίγο πιο πέρα έβλεπες φλεγόμενες θάλασσες και φωτιές να διψούν. Όλα είχαν πάθος και συναίσθημα και ίσως να θες να ανέβεις λίγο πιο ψηλά να δεις τη θέα.

Έτσι η πραγματικότητα αρχίζει να αιωρείται. Έρχεται αιθέρας και τα μετακινεί όλα και τα ανασηκώνει, τα περιπαίζει, τα στριφογυρνά, τα αφήνει να ιππεύσουν το τίποτα, να πέσουν, να ανέβουν ξανά ψηλά και να αφεθούν στη δίνη. Η πραγματικότητα γίνεται ανεμοστρόβιλος και γλυκό αεράκι, εσύ ζαλίζεσαι κι ανακατεύεται και ξάφνου συνηθίζεις, είσαι ελεύθερος και πετάς. Πετάς και η θέα είναι απίστευτη. Τα βλέπεις όλα.

Υπάρχει η ρευστότητα της πραγματικότητας στον τρόπο που κυλάς και η πύρωση στις αστραπές που σε πετυχαίνουν στο ενδιάμεσο. Η σταθερότητα, η ισορροπία της αιθέριας πραγματικότητας έρχεται με την εμπειρία όταν γίνεις αιθεροβάτης. Όσο εύκολα τα βρίσκεις αυτά, τόσο εύκολα τα χάνεις, γιατί η αιθέρια πραγματικότητα αιωρείται. Ξαφνικά πέφτει και πέφτεις και έπεσες. Χτύπησες; Μάλλον.

Στην ρευστή πραγματικότητα η πτώση από μεγάλο ύψος σε σώμα νερού είναι το ίδιο με το να πέφτεις σε τσιμέντο. Τουλάχιστον όλα θα είναι και πάλι ρευστά και ίσως να μην πάρεις χαμπάρι τον ακριβή ορισμό και τα ακριβή επίπεδα του πόνου σου. Και το τέλειο ποιο είναι; Να αιωρείσαι αρκετά κοντά στον ήλιο που σε πυρώνει γλυκά και εύθυμα δίχως να σου στερεί τον πόθο, μέσα σε ένα σύννεφο που είναι και το ίδιο σώμα νερού, με ρίζες τόσο μακριές που να μοιάζεις με χαρταετό που αιωρείται αυθαίρετα. Αυτό είναι το τέλειο; Αμφιβάλλω. Περισσότερο φαντάζει κωμικό.

Από την άλλη πώς μένεις και για πόσο τόσο μακριά από τον ωκεανό όταν μέσα υπάρχει η μοναδική πραγματική αγκαλιά, ρευστή αλλά παντοτινή και γεμάτη συναίσθημα; Κολυμπώντας είσαι τόσο κοντά στον θάνατο όσο και στην ελευθερία, δίχως να λέω ότι αυτά τα δύο ταυτίζονται. Εκεί αγαπάς και αγαπιέσαι αληθινά με το ίδιο το υγρό στοιχείο, ενώ ερωτεύεστε ασυμβίβαστα και αρμονικά.

Τι σε ωθεί να πάψεις να καίγεσαι, να σβήσεις για πάντα, να χάσεις την ένταση, τη θέρμη, τη ζέση, το πάθος, την πυρωμένη ματιά, την έξαρση, την επανάσταση, να σταματήσεις να χορεύεις με τις φλόγες τα δειλινά; Επισφαλής συνήθεια σίγουρα, αλλά και απολαυστικά αισθησιακή, ένα ντελίριο, μέχρι την ύστατη νιρβάνα και την αίσθηση της πιο ωμής δύναμης.

Δε θα αναπολείς και δε θα σου λείψει η ισορροπία σου; Όλα όσα είδες τριγύρω όσο βρισκόσουν στάσιμος και σιωπηλός, καθώς ίσως να ήταν η μοναδική φορά στη ζωή σου που σταμάτησες αρκετή ώρα ώστε να προλάβεις τον εαυτό σου και να τον αφήσεις να σε προλάβει, συνειδητοποιώντας ότι επιτέλους συναντηθήκατε με τη διαύγεια και την ψυχραιμία, την υπομονή, την αποδοχή, τη γαληνή, με όλα όσα σε πρόλαβαν στη στάση σου και ισοζύγισαν εύλογα εντός σου.

Το παιχνίδι στους αιθέρες συνεχίζεται, απλά απρόβλεπτα βήματα στο τίποτα, που όμως δε σε ρίχνουν, αλλά σε ανεβάζουν διασκεδαστικά και αλλιώτικα από οτιδήποτε έχεις γνωρίσει. Σύννεφα να σε γεμίζουν ζωντάνια, ζωτικότητα, ενέργεια μέχρι να γίνεις όσο απρόβλεπτος είναι και ο ίδιος ο άνεμος και άλλο τόσο σαγηνευτικός, μαγευτικός, δραστήριος και ζωηρός, μέχρι και ήρεμος και διακριτικός. Όλα δε σε αγγίζουν ξαφνικά. Δε σε συγκινεί η ικανότητα σου ως αιθεροβάτης πλέον;

Έρχομαι και διερωτώμαι λοιπόν. Πρέπει να διαλέξω δηλαδή; Πρέπει να διαλέξεις; Και στην τελική καταλήγουμε πως μάλλον το να διαλέξουμε θα ήταν εξίσου προσβλητικό για τον εαυτό μας όσο και για την ίδια την πραγματικότητα και τις φύσεις της. Άρα…

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.