Απόψε θέλω να έρθεις. Μη με πάρεις τηλέφωνο, μη χτυπήσεις το κουδούνι. Έλα κάτω απ’τη μπαλκονόπορτα που ξέρεις ότι αφήνω ανοιχτή τα καλοκαίρια και σφύριξε για να σε καταλάβω. Θέλω να κάνουμε αυτά που κοροϊδεύουμε σήμερα.

Εγώ, που πάντα στα κρυφά σε περιμένω, θα βγω στο μπαλκόνι και θα σε δω. Θα φοράω κι εκείνες τις ριγέ πιτζάμες που έλεγες ότι σου θυμίζουν καλοκαίρια στο χωριό, γιατί είχε ίδιες ο παππούς σου. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς έσβησες αυτή την εικόνα και κατάφερες να με βλέπεις σέξι όταν τις φορούσα.

Θα σου ανοίξω για ν’ ανέβεις. Θα σε περιμένω στην πόρτα και θα σου πω ότι είσαι μαλάκας. Θα χαμογελάσεις και θα μου δαγκώσεις το αυτί.

Λογικά μετά, θα κάτσεις στον καναπέ και θα μου αλλάξεις κανάλι. Αυτό ήταν πάντα το τεστάκι σου, όταν μαλώναμε για την τηλεόραση. Ήξερες ότι δεν παρακολουθώ κι απλώς την αφήνω ανοιχτή για να μη νιώθω μόνη. Πίστευες ότι θα το παραδεχόμουν αν μετά από μισή ώρα που έπαιζε άλλο πρόγραμμα δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι άλλαξε και θα την έκλεινα. Δεν έγινε ποτέ.

Όσο προσπαθείς να με πείσεις ότι όσο είσαι εδώ η τηλεόραση είναι περιττή, θα σου φέρω μπίρα. Θα την ανοίξω με πιρούνι, όπως μου έδειξες.

Θα έρθω να κάτσω στο μπράτσο του καναπέ δίπλα σου. Να είμαι πιο ψηλά, να νιώθω ότι έχω μια υπεροχή. Θα μου χαϊδέψεις το πόδι και μετά θα το κάνεις τραπεζάκι. Ξέρω, το κάνεις γιατί θα μου είναι πιο εύκολο να σου κλέβω το μπουκάλι έτσι.

Μόνο σε παρακαλώ μην αρχίσεις πάλι να μιλάς. Δε θέλω να πούμε τίποτα. Ούτε γιατί χάθηκες, ούτε ότι σου έλειψα. Ξέρω πώς περνάς τα βράδια σου. Δε με πειράζουν οι άλλες. Ξέρω ότι μπορείς να έχεις πολλές. Ξέρω ότι πιθανότατα είναι καλύτερες από μένα, αφού εγώ δε σε έκανα να τις ξεχάσεις. Το τσιγάρο που κάνεις μετά όμως, με καμία δεν είναι σαν το δικό μας. Γιατί με μένα γελάς. Γελάς που είμαι η μοναδική καπνίστρια που μετά το σεξ λέει ότι δε θέλει τσιγάρο, αλλά καταλήγει να κλέβει το δικό σου.

Όχι, μωρό μου. Δε χρειάζεται να μου τα πεις αυτά. Τα ξέρω. Απλά κοίταξέ με, σαν να καταλαβαίνεις τι σκέφτομαι. Πάντα με έκανες να πιστέψω ότι ίσως το καταφέρνεις.

Μη χαμογελάς σαν ηλίθιος, παιδί μου. Σου είπα, σήμερα θα κάνουμε αυτά που κοροϊδεύουμε. Υπάρχει κάποιος λόγος που αυτοί οι ρομαντισμοί της πλάκας πιάνουν και θέλω να τον βρούμε.

Γι’ αυτό θα με αρπάξεις, θα με τραβήξεις πάνω σου, θα με κοιτάξεις με νόημα λες και είμαι ηλίθια και δεν κατάλαβα τι πρόκειται να συμβεί και θα κάνεις αυτά που ξέρεις ότι μου αρέσουν.

Ναι, δεν θα σταματήσουμε πριν τη σκοτεινότερη στιγμή της νύχτας. Και μετά θα σου φτιάξω εκείνη την αηδία που πίνεις για καφέ και θα σε τραβολογήσω στο μπαλκόνι να δούμε το ξημέρωμα. Έστω, αυτό το λίγο φως πίσω απ’τα τσιμέντα. Και θα με κρατήσεις αγκαλιά, θες δε θες.

Απ’το μυαλό μου θα περνάνε εικόνες και συμβολισμοί. Βόλτες, παραλίες και φάσεις «ζευγαρίστικες» που ποτέ δεν ήθελα. Θα το αδειάζω πεισματικά και θα κοιτάζω την απέναντι πολυκατοικία να φωτίζεται και το τσιγάρο μου να μικραίνει.

Και κάπου εκεί, θα καταλάβεις ότι λέω κι εγώ ψέματα. Γιατί φυσικά και δεν είμαι άνετη, φυσικά και θέλω παραπάνω. Και φυσικά, δε θα το ζητήσω ποτέ. Όχι γιατί φοβάμαι την απόρριψη, αλλά γιατί είμαι πιο εγωίστρια από σένα. Είμαι πιο αντράκι από σένα. Ή τουλάχιστον, έτσι με καθησυχάζω τα βράδια που είναι πολύ ήσυχα για να με πάρει ο ύπνος.

Είδες, ξεχάστηκα και μιλάω ενώ είχα πει ότι απόψε δε θέλω κουβέντα. Άντε, έλα. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και δεν έχω ανοίξει την τηλεόραση.

Συντάκτης: Ιρρόη Καρυπίδου