Σίγουρα θα έχεις ακούσει για αγάπες που άρχισαν, τελείωσαν ή χαράχτηκαν πάνω σε παγκάκια, για αγάπες που ξεκουράστηκαν πάνω σε σκαλιά. Σίγουρα θα γνωρίζεις το «οι καλύτερες στιγμές μας σε παγκάκια και σκαλιά». Η ανατρεπτική μου φύση, όμως, θέλει να σου εξομολογηθεί ιστορίες που υμνούν τη φιλία σε στάσεις. Ναι, τις στάσεις του λεωφορείου εννοώ. Θέλω να σου γράψω για φιλίες που είχαν και έχουν ως σημείο αναφοράς τους μία αγαπημένη στάση, εκείνη την πρώτη μόλις μπαίνεις στο χωριό.

Όσοι έχουμε μεγαλώσει στην επαρχία -μαγικό μου νησί- γνωρίζουμε πως οι στάσεις εκεί δε μοιάζουν σε καμία περίπτωση με εκείνες των μεγαλουπόλεων. Είναι λιγοστές, σε κάθε περιοχή μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Είναι πιο μικρές, πιο ιδιαίτερες. Είναι αλλιώς τα πράγματα στα μέρη μας, είναι διαφορετικά. Αυτό αγαπάμε άλλωστε στους τόπους μας, γι’ αυτό το λόγο ό,τι κι αν συμβεί εμείς θα γυρνάμε πίσω, θα απαρνιόμαστε τους πάντες και τα πάντα για μια ακόμη στιγμή εκεί.

«Σε πέντε λεπτά πάω στάση!». Δε χρειαζόταν να διευκρινίσουμε κάτι άλλο. Πέντε λέξεις και πέντε λεπτά ήταν αρκετά για να καταλάβουμε τα πάντα. Κοινός κώδικας επικοινωνίας μεταξύ κολλητών που αγαπήθηκαν πολύ. Σε λίγο η στάση γέμιζε με τα γνωστά πρόσωπα είτε γιατί είχε κανονιστεί έξοδος είτε γιατί κάτι είχαμε πάλι σκαρφιστεί είτε για να προστατευτούμε απ’ τη βροχή, απ’ το κρύο ή απ’ τον κίνδυνο. Η στάση γέμιζε με αγάπη. Όλα άρχιζαν και τελείωναν σ’ αυτήν. Όμορφα κι άσχημα, δεν είχε καμία σημασία.

Μερικές φορές καθόμασταν στο υπόστεγό της και περνούσαν σαν άνεμος οι ώρες, οι μέρες, οι εποχές. Πόσα έχει ακούσει αυτή η στάση πια; Πόσα τηλέφωνα, πόσες εξομολογήσεις, πόσα παράπονα, πόσα μυστικά; Είχε μία παράξενη ασφάλεια, μία οικειότητα που σε έκανε να μη θες να την αποχωριστείς. Λεωφορεία δεν περνούσαν συχνά. Δε θέλαμε κιόλας να περάσουν. Ο λόγος που καθόμασταν εκεί ήταν άλλος. Δημιουργούσαμε αναμνήσεις χωρίς να το ξέρουμε, ασυναίσθητα. Και ανέκαθεν αυτές ήταν οι πιο ξεχωριστές.

Δε χρειαζόταν να χαράξουμε ποτέ τα αρχικά μας. Έτσι δεν κάνουν αυτοί που αγαπιούνται για να μείνουν ανεξίτηλοι στο χρόνο; Μη λες ψέματα, έχω δει πολλά αρχικά και διάφορες αφιερώσεις σε στάσεις, αλλά και σε γνωστά παγκάκια, σε γνωστά σκαλιά. Η δική μας στάση είχε μονάχα το άρωμά μας, αυτό που φορούσαμε πριν από κάθε έξοδο. Είχε κρατημένες θέσεις για το κάθε μέλος της παρέας ξεχωριστά. Είχε φυλαγμένα καλά τα μυστικά μας. Ακόμα τα έχει.

Αν περάσεις μια βόλτα απ’ τη στάση μας θα δεις εκεί κολλημένες κάποιες φωτογραφίες, τα ονόματά μας αόρατα γραμμένα πάνω της. Θα ακούσεις τις πολύωρες και άνευ ουσίας συζητήσεις μας, τα μηχανάκια να περνούν από μπροστά και να γκαζώνουν. Θα μάθεις για έρωτες. Θα δεις ζωές ολόκληρες που μπορεί να έχουν προχωρήσει παρακάτω αλλά δεν έχουν ξεχαστεί.

Ραντεβού, λοιπόν, στην ίδια στάση πριν το μπαρ, πριν την καφετέρια, πριν το σπίτι του ενός απ’ την παρέα, πριν το οτιδήποτε σ’ αυτόν τον κόσμο. Πριν από κάθε μεγάλη απόφαση, πριν από κάθε σιωπή, κάθε γέλιο, κάθε υπόσχεση. Ραντεβού εκεί. Στη στάση μας.

Είναι, βλέπεις, που άπαξ και συνδέσεις ανθρώπους με συγκεκριμένα μέρη δε γίνεται, δεν πρόκειται, δεν υπάρχει περίπτωση να τους ξεχάσεις ποτέ. Ούτε εκείνους ούτε τα μέρη σας. Έχω κι άλλες ιστορίες απ’ αυτή τη στάση να σου διηγηθώ, αλλά φοβάμαι μην τυχόν και τη βρεις, τρέμω μην την ανακαλύψεις. Θα τις κρατήσω για μένα, κράτα τες κι εσύ.

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.