«Αυτός που δεν μπορεί να συγχωρέσει τους άλλους, γκρεμίζει τις γέφυρες που θα χρειαστεί ο ίδιος για να περάσει. Γιατί κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να τον συγχωρούν». Κάπως, έτσι, ο Thomas Fuller παρουσιάζει τη συγχώρεση. Σαν μια λέξη που δε σταματά να υπάρχει με το άκουσμα ή τη γραφή της. Σαν αυτή να ‘χει διάρκεια, να ζει μαζί με τους ανθρώπους και για χάρη των ίδιων. Σαν να σώζει με ιδιότητα λυτρωτική.

Δεν μπορείς ν’ απαιτείς συγχώρεση αν δεν είσαι διατεθειμένος να τη δώσεις. Δεν μπορείς να ζητάς τα πάντα χωρίς να δίνεις τίποτα, τα ανιδιοτελή ποιήματα δεν αγγίζουν όλες τις καταστάσεις. Ούτε κι εγώ πίστευα πως μία λέξη μπορεί να σου φωτίσει ξανά τη ζωή, γελούσα με την συγχώρεση που πεισματικά ζητούσαν, πίστευα πως οι ξεκάθαρες κουβέντες δε θα σε αφήσουν ποτέ να εκτεθείς. Κι όμως.

Επειδή, ακριβώς, οι άνθρωποι που αγάπησες θα ‘ναι πάντα σημαδεμένοι σε κάποιο μέρος του κορμιού σου αόρατα, το χαμηλωμένο βλέμμα και η σιωπή δε θα σε πάνε μπροστά μα χιλιόμετρα πιο πίσω. Κι είναι παίδεμα, μωρέ, το παρελθόν αν πονάει.

Η συγχώρεση προϋποθέτει μετάνοια. Για να την προσφέρεις δε χρειάζεται απαραίτητα να στη ζητήσουν, μερικές φορές καλύτερα να μη γίνει έτσι. Με το ζόρι να μη ζεις, να μην αγαπάς, να μην πηγαίνεις. Αν θέλει χρόνο; Ε, θέλει. Μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, να το αξιολογήσεις, να μετρήσεις λάθη -αν είσαι γενναίος, να το επαναφέρεις κι άλλες φορές στη μνήμη σου. Περνάει ο καιρός. Και μένει ένα αγκάθι, ένας κόμπος, κάτι που ταλαιπωρεί.

Μα αν δεν είναι αληθινή η συγχώρεση να μην τη λες, να μην τη δίνεις, να μην τη συλλογίζεσαι καν. Είναι σαν το «σ’ αγαπώ». Φαίνεται η αλήθεια του αργά ή γρήγορα, όπως και η ψεύτική του πρόθεση. Να την προσπαθείς, όμως. Για σένα και για ό,τι αγάπησες. Για σένα και για ό,τι καψουρεύτηκες. Για τα όνειρά σου, για τους σημαντικούς σου, για τα συναισθήματα που, κάποτε, μοιράστηκες. Να την προσπαθείς, γιατί θα γυρίσει πίσω. Όλα γυρνούν κάποια στιγμή, άλλωστε.

Δύσκολη είναι, μωρέ. Μπορεί ν’ αλλάξει ζωές και, μάλλον, δεν το γνωρίζουν αυτό πολλοί. Είναι μεγάλο το κενό που απελευθερώνεται άπαξ και φτάσεις στο σημείο να συγχωρήσεις ή να συγχωρεθείς. Ξεκινάς απ’ την αρχή, μια αρχή λίγο διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Ηρεμείς κι η ηρεμία είναι πηγή ευτυχίας. Δεν έχεις κανένα σαράκι να σε τρώει και να σε λιγοστεύει μέρα με τη μέρα. Καθαρίζεις εσωτερικά και προχωράς ένα βήμα παρακάτω, λίγο πιο κοντά στο να ξέρεις τι θες, από ποιον και γιατί. Κι αν καταφέρεις να συγχωρήσεις, θα μπορέσεις με τη σειρά σου να συγχωρεθείς.

Αν κοιτάξεις απ’ την άλλη, θα κοιτάξουν κι εκείνοι όταν τα μάτια τους για σένα θα γίνουν αιτία για τη συνέχειά σου. Αν αλλάξεις πεζοδρόμιο, θ’ αλλάξουν κι αυτοί, θα πάνε από άλλο δρόμο κι άντε μετά να τους συναντήσεις. Θα τρέχεις και θα σταματούν, θα σταματάς και θα βάζουν πλώρη γι’ αλλού. Θα βρίσκεσαι και θα χάνονται, θα υπάρχουν και θα εξαφανίζεσαι. Κι είναι τόσο κουραστικό να κυνηγάς φαντάσματα.

Να συγχωρείς. Πέρασες πολλά, ζωγράφισες στιγμές κι αποτύπωσες εικόνες. Να μην ξεχνάς για ποιον λόγο, κάποτε, τους αγάπησες. Το νου σου, τα πάντα επιστρέφουν σε χρόνο ανύποπτο.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.