Φαντάσου δύο άτομα, να ακολουθούν την ίδια διαδρομή στην καθημερινότητά τους. Παίρνουν κι οι δύο το ίδιο τρένο, απ’ την ίδια στάση, την ίδια ώρα της μέρας. Τώρα φαντάσου να ζητάς και από τους δύο να σου περιγράψουν τη διαδρομή αυτή. Τι θα περίμενες να ακούσεις; Τα ίδια ακριβώς πράγματα από δύο διαφορετικά άτομα; Λάθος, διότι ο πρώτος μπορεί απλώς να κοιτάει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ενώ ο δεύτερος να βλέπει, να νιώθει, να επηρεάζεται, να τον αγγίζουν οι καταστάσεις. Πώς είναι λοιπόν όταν πραγματικά βλέπεις αντί μόνο να κοιτάς;

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Είναι οι πολυάσχολοι, οι μόνιμα βιαστικοί, οι αγχωμένοι να φτάσουν στην ώρα τους, αυτοί που βλέπουν τη διαδρομή σαν μια ακόμη αναγκαία αγγαρεία με μόνο στόχο την άφιξη στον προορισμό τους. Αυτοί που μηχανικά θα πραγματοποιήσουν όλες τις καθημερινές δραστηριότητες που απαιτούνται για ολοκλήρωση των υποχρεώσεων της ημέρας, που θα οδηγήσουν μηχανικά ή θα πάρουν το τρένο και θα καθίσουν εκεί απαθείς κοιτάζοντας μόνο μια μπλε οθόνη χωρίς να ρίξουν την παραμικρή ματιά γύρω τους, έξω από το αυτοκίνητο, ή στον συνάνθρωπο που κάθεται δίπλα τους στο τρένο. Ακόμη κι αν το κάνουν, και πάλι δε θα δουν τίποτα πέρα από κτίρια ή δέντρα ή φώτα τροχαίας ή έναν εργαζόμενο να κάθεται πλάι τους. Το μόνο που ενδέχεται να σκεφτούν είναι ότι πάλι τους πέτυχε το κόκκινο και θα βρίσουν -αλά γαλλικά- τον οδηγό που η ταχύτητά του δεν είναι επιπέδου Formula 1.

Στη δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν τα άτομα που ίσως πράξουν τα παραπάνω, αλλά δε θα μείνουν εκεί. Αυτοί που δε βιάζονται να προσπεράσουν κάθε τι που βλέπουν γύρω τους. Θα πάρουν μια στιγμή ή και δύο να το απολαύσουν, να το επεξεργαστούν, να το εμπεδώσουν, να μάθουν κάτι από αυτό. Θα δουν και αυτοί κτίρια, αλλά δε θα σταθούν μόνο σ’ αυτά. Θα παρατηρήσουν τον ήλιο και τα σύννεφα που ανακλώνται στα τζάμια των παραθύρων και θα σκεφτούν πόσο όμορφη και γαλήνια είναι η εικόνα που αντικρίζουν. Θα προσέξουν έναν εργαζόμενο που απ’ το παράθυρο του γραφείου του χαζεύει τον έξω κόσμο και θα αναρωτηθούν τι να σκέφτεται άραγε τώρα ο άνθρωπος αυτός, τι να τον απασχολεί. Θα δουν μια γυναίκα που καθώς την αφήνει ο σύντροφός της στην εργασία της τής δίνει ένα τρυφερό φιλί ή μια αγκαλιά έτσι για το καλό της μέρας και στο μυαλό τους θα έρθει κάποιο δικό τους αγαπημένο πρόσωπο. Θα πάρει το μάτι τους ένα παιδαρέλι με στραβή γραβάτα να περνάει την είσοδο μιας εταιρείας, αγχωμένο αν θα πάρει τελικά τη δουλειά, τη μέρα που σηματοδοτεί την έναρξη της ενήλικης εργασιακής ζωής του και θα σκεφτούν πως κάποτε βρίσκονταν στη θέση του. Θα αναπολήσουν  ευχάριστες στιγμές.

Θα προσέξουν επίσης τα δέντρα, αλλά θα δουν και πέρα απ’ αυτά. Θα σκεφτούν πόσο όμορφα και ερωτεύσιμα είναι τα χρώματα, τι ωραία σύνθεση δημιουργείται μέσα στο μουντό γκρίζο της πόλης. Πόσο όμορφα θα αποτυπωνόταν μια τέτοια εικόνα σε μια κάμερα, σ’ έναν καμβά. Θα δουν το παγκάκι κάτω από μια ιτιά και θα σκεφτούν τι ωραία που θα ήταν αν κάθονταν εκεί μ’ ένα βιβλίο, έναν καφέ, μια εφημερίδα, έναν φίλο, έναν σύντροφο και να απολάμβαναν απλώς τη στιγμή του πρωινού κάπως αλλιώτικα από το συνηθισμένο. Θα δουν ανθρώπους που πηγαίνουν το σκύλο τους περίπατο στο πάρκο της γειτονιάς, μια νεαρή μητέρα που χαζεύει το παιδί της να παίζει στην κούνια λίγο παραδίπλα, δύο γατάκια που παίζουν ανέμελα. Θα ακούσουν το γάβγισμα, θα αφουγκραστούν τα χαχανητά του παιδιού, θα διακρίνουν το γεμάτο περηφάνια χαμόγελο της μητέρας.

Αν πάλι κρατάνε το τιμόνι, δε θα δουν απλώς έναν οδηγό που πηγαίνει με χαμηλή ταχύτητα και τους τη σπάει πρωινιάτικα. Θα δουν μια μητέρα με το καρεκλάκι του παιδιού της στο πίσω κάθισμα που τρέμει η ψυχή της μην του συμβεί κάτι. Θα δουν έναν παππούλη που η ηλικία και τα αντανακλαστικά του πλέον τον προδίδουν σιγά-σιγά. Θα δουν ένα πιτσιρίκι που τώρα παλεύει να πάρει την άδεια οδήγησής του και τρέμει σαν το ψάρι. Δε θα βρίσουν, δε θα χειρονομήσουν. Ενδέχεται κάλλιστα και να χαμογελάσουν. Γιατί ξέρουν, καταλαβαίνουν. Ήταν και αυτοί κάποτε πιτσιρίκια. Σύντομα μπορεί να είναι και αυτοί γονείς, στο μέλλον μπορεί να είναι και αυτοί παππούδες.

Σκέψου πόσες ομορφές χάνεις αν απλώς κοιτάς, αν βιάζεσαι συνεχώς και η μόνη σου έγνοια είναι να περάσει άλλη μια ίδια μέρα, να διεκπεραιώσεις όσα πρέπει και να πας πάλι πίσω στη δική σου συνηθισμένη καθημερινότητα. Σκέψου πόσες ευκαιρίες θα είχες να απαθανατίσεις μοναδικές εικόνες, ήχους, σκέψεις, να γίνεις μάρτυρας μιας τρυφερής ανθρώπινης επαφής. Αυτή η παράξενη ευφορία που νιώθεις όταν συνειδητοποιήσεις πόσο «τυφλός» ήσουν που αγνοούσες όλα αυτά. Αυτά που έχεις πάρει τόσο δεδομένα στη ζωή σου, το φως του ήλιου, το μπλε του ουρανού, τους ήχους, τα χρώματα, την ανθρώπινη συναναστροφή και που όμως συνθέτουν μια ανείπωτη ομορφιά γύρω σου.

Την επόμενη φορά που θα κάνεις μια ίδια διαδρομή, δοκίμασε να παρατηρήσεις γύρω σου, να προσεγγίσεις τη διαδρομή αυτή με μια διαφορετική ματιά και σου εγγυώμαι πως θα είναι λες και ανακαλύπτεις έναν ολοκαίνουργιο κόσμο μέσα στο μικρόκοσμό σου.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.