Γενικότερα γύρω από την έννοια «ψέμα» έχουν ειπωθεί πολλά. Πότε όμως μπαίνουμε στη διαδικασία ψεύδους, με ποιους σκοπούς και με τι συναισθηματική διάθεση οδηγούμαστε; Εννοιολογικά, ψέμα είναι μια πρόταση που αποτυπώνουμε, αποκρύπτοντας τα αληθινά στοιχεία, ενώ εμείς οι ίδιοι γνωρίζουμε πως αυτό είναι αναληθές. Το να λέμε μικρά και «αθώα» ψέματα, είναι πλέον κάτι που έχει μπει στην καθημερινότητά μας και αποτελεί μέρος αυτής.

Το πιο σύνηθες και «λευκό» ψέμα που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε πει έστω και μία φορά στη ζωή μας είναι η απάντηση «τίποτα» στην ερώτηση «Τι έχεις;». Υπάρχουν και άλλα τόσα παρόμοια «ψεματάκια», που εν μέρει δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματικά ψέματα, αφού λέγονται στα πλαίσια της ευγένειας χωρίς να βλάπτουν. Το να φιλτράρεις κάποια πράγματα ώστε να μη φανείς αγενής, δείχνει κάποιο ποιόν ανθρώπου που δε θέλει να φέρει σε δύσκολη θέση τον συνομιλητή του. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, έχει αποδειχθεί πως τα περισσότερα ψέματα λέγονται προφορικά και όχι γραπτά, καθώς κι ότι σχεδόν κανείς δεν περιμένει να ακούσει ψέματα από κάποιον άγνωστο, άρα τα πιστεύει και πιο εύκολα. Όσοι όμως ψεύδονται με αυτό τον τρόπο, κατά συνθήκη δηλαδή, το θεωρούν ως κοινωνική τακτική και είναι αυτοί που συνήθως ξεγλιστράνε ευκολότερα.

Έχουν κατηγοριοποιηθεί οκτώ λόγοι για τους οποίους κανείς λέει ψέματα. Αρχικά, για να εκμεταλλευτεί ή να χρησιμοποιήσει κάποιον, με αιτία να πετύχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ή στόχο προς δικό του όφελος. Δεύτερον, για να κολακέψει κάποιον μέσω κομπλιμέντων ή φιλοφρονήσεων ώστε να αποφύγει μία αμήχανη στιγμή ή για ζητήσει κάποια χάρη ή εξυπηρέτηση. Τρίτον, για να αποφύγει αμήχανες στιγμές με στόχο να φανεί αρεστός στο άλλο πρόσωπο ή ακόμη, να μην το απογοητεύσει. Τέταρτον, επιρροή του συνομιλητή ώστε να τον οδηγήσει να πράξει εμμέσως αυτό που ο ίδιος επιθυμεί. Πέμπτον, η αποφυγή ενός αρνητικού αποτελέσματος και των ευθυνών αυτού. Έκτον, για να καταφέρει ένα θετικό αποτέλεσμα, σύνηθες φαινόμενο σε μια συνέντευξη για δουλειά παραδείγματος χάρη. Έβδομον, για να προκαλέσει εντύπωση ή θαυμασμό προς το πρόσωπό του και να είναι αρεστός στο γύρω περιβάλλον κατασκευάζοντας μια άλλη εικόνα για τον εαυτό του. Τέλος, για να διατηρήσει ένα άλλο προηγούμενο ψέμα ώστε να μη χαλάσει η πλέξη της ιστορίας που έχει αρχίσει να δημιουργείται. Ως γνωστόν το ένα ψέμα φέρνει το άλλο.

Πλέον το να καταλάβουμε αν κάποιο άτομο ψεύδεται χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Βέβαια η γλώσσα του σώματος πάντα βοηθούσε αρκετά. Συνήθως εκείνος που λέει ψέματα έχει διάφορα συμπτώματα. Αγγίζει το πρόσωπό του, το στόμα, το λαιμό και κάνει έντονες κινήσεις. Επαναλαμβάνεται συχνά και λέει το ίδιο πράγμα με διαφορετικές εκδοχές, προσπαθώντας να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Όταν μιλά κάνει μεγάλες παύσεις πριν δώσει μία απάντηση. Αποφεύγει την άμεση επαφή με τα μάτια και συνήθως δε βλεφαρίζει.

Τα ψέματα, λέγονται σε τακτική βάση, κυρίως από ενήλικες. Σε όλες τις σχέσεις, από τις προσωπικές, ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές, πολιτικές υπάρχουν μη αληθείς συμπεριφορές. Είναι πλέον μέρος της κουλτούρας μας και αναγκαίο για την «επιβίωσή» μας, εφόσον δε βλάπτει ουσιαστικά κανέναν από τους γύρω μας. Θεωρείται πως ένας κόσμος χωρίς ψέματα, θα ήταν ένα χάος, αφού η ειλικρίνεια δεν είναι αρεστή σε όλους και δεν αποδέχονται όλοι λόγω χαρακτήρα τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε κατά πόσο επωφελούμαστε ή όχι αν δεν υπήρχαν έστω κάποια «μικρά» ψέματα. Το σίγουρο είναι πως όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά.

Η έννοια του ψευδούς έχει μπει συστηματικά στον τρόπο που επικοινωνούμε και συμπεριφερόμαστε. Είναι τόσο συνδεδεμένη με το ανθρώπινο είδος, που αν χανόταν θα βρίσκαμε ένα διαφορετικό τρόπο να «εξαπατούσαμε» ο ένας τον άλλον. Το θέμα είναι να έχουμε στον νου μας, πως υπάρχουν κάποια ψέματα που έχουν σοβαρό σωματικό και ψυχολογικό αντίκτυπο. Ίσως πάνω στην ανάγκη μας να προστατεύσουμε εμάς ή κάποιον φίλο μας κάνουμε περισσότερο κακό αντί καλό. Βέβαια μπορεί κι αυτό να είναι ψέμα. Ποιος ξέρει.

Συντάκτης: Χαρά Νταμουράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου