Σ’ όλους μας λίγο-πολύ πέρασαν φευγαλέα, κοντοστάθηκαν για λίγο, ή ξαπόστασαν μέχρι τη χαραυγή άνθρωποι στο κατώφλι μας. Κάποιοι μπήκαν με σεβασμό και προσοχή, μην τυχόν γκρεμίσουν την υπό κατασκευή ψυχή μας. Αγκάλιασαν το είναι μας. Το προστάτευσαν από κάθε αεράκι που προσπάθησε με δύναμη να μπει απ’ το παραθύρι της καρδιάς μας και με μιας να σκορπίσει βίαια τα κομμάτια της ξανά.

Υπήρξαν και κάποιοι, όμως, που ο σεβασμός γι’ αυτούς είναι η δεύτερη χαμένη Ατλαντίδα τους, καθώς η πρώτη τους είναι ο ίδιος ο εαυτός τους. Ήταν εκείνα τα πεινασμένα θεριά που μύριζαν το αίμα μας απ’ την κλειδαρότρυπα,  που το άκουγαν να σιγοβράζει στις φλέβες μας, μεγαλώνοντας τη λαχτάρα και τη μανία τους να γευτούν κάθε του σταγόνα.

Πολλοί λένε πως είμαστε απ’ τη φύση μας ό,τι είμαστε, γιατί αυτό έχει καθορίσει η μοίρα μας. Δεν πιστεύω σε καμία μοίρα και κανένα πεπρωμένο. Με το χαρακτήρα μας γράφουμε τη μοίρα μας, αλλά όχι το αντίστροφο. Ο άνθρωπος είναι  παράδεισος και κόλαση σ’ ένα σώμα. Σ’ όποιο κόσμο επενδύσεις, αυτό θα είσαι. Ο εαυτός σου είναι η αρχή όλων και το τέλος του τίποτα. Μπορείς να βρεθείς, είτε ανάμεσα στα όλα είτε ανάμεσα στο τίποτα. Είναι επιλογή σου. Εμείς φτιάχνουμε τις επιλογές μας κι αυτές πλάθουν εμάς.

Οι άνθρωποι της καλοσύνης ή του «παραδείσου»,  όπως τους λέω, έχουν την τάση να τρομάζουν. Μένουν στο μυαλό μας κι ηρεμούν κάθε μας κύτταρο. Ίσως να είναι άγγελοι χωρίς φτερά, αλλά ξεχωρίζουν ανάμεσα στα τέρατα. Μην προσπαθήσεις να βγάλεις φτερά, παρά μόνο να ξεχωρίσεις απ’ τα τέρατα που συνυπάρχεις.

Να είσαι ο εαυτός σου. Να γιατρεύεις όσες πληγές σε τρώνε μέσα στη νύχτα κι όχι να τις γδέρνεις. Να γαληνεύεις το πνεύμα σου και να το καλλιεργείς. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να το εξημερώσεις. Διάβαζέ του βιβλία, πήγαινέ τον σε μέρη όπου θα λαχταράς να σε καταπιεί η φύση και να ανήκεις μόνο σ’ αυτή. Να σε τιμάς και να σε σέβεσαι. Να μην αφήνεσαι γιατί οι μέρες γίνονται μήνες κι οι μήνες χρόνια.

Να έχεις ένα τετράδιο με στόχους κάτω απ’ το μαξιλάρι σου. Να τους σκαλίζεις κάθε μέρα ξανά και ξανά μέχρι να φτάσεις στο σημείο που θέλεις. Να γράφεις, σε κάνει να εκτονώνεσαι συναισθηματικά. Αν δε σου αρέσει το γράψιμο, να κάνεις κάτι που σε αδειάζει, αλλά ταυτόχρονα σε κάνει να νιώθεις πιο ζωντανός από ποτέ. Να σε πηγαίνεις σινεμά και να σου προσφέρεις λουλούδια. Να κλείνεις τις πόρτες προς την αναβλητικότητα.

Να σε ταξιδεύεις όποτε έχεις την ευκαιρία. Να βάζεις την καρδιά να κρατάει το τιμόνι της ζωής σου, αλλά με τη λογική συνοδοιπόρο της. Αντάλλαζε τις θέσεις μεταξύ τους όπου κρίνεις ότι είναι αναγκαίο. Σαν τον καλό μάγειρα που ξέρει πότε το φαγητό θέλει λίγο παραπάνω πιπέρι και πότε αλάτι. Να πηγαίνεις κάθε πρωί για περπάτημα, ζεσταίνει τις μηχανές σου για το υπόλοιπο της ημέρας. Απαιτεί πολύ λιγότερο χρόνο απ’ όσο ορίζει το μυαλό. Να ξεγυμνώνεις την ψυχή σου μπροστά στον καθρέφτη και να θαυμάζεις όλα τα μπαλώματά της. Είναι ολόκληρη ακόμη εκεί.

Να σε αγκαλιάζεις και να σου μιλάς όμορφα. Αξίζεις όσα δεν τόλμησε ο νους σου να συναντήσει. Να βυθίζεσαι στα σκοτάδια σου. Άφηνε, όμως, μια χαραμάδα φωτός να μπαίνει μέσα σου για να μη χάσεις το δρόμο προς την επιστροφή. Τότε, ναι, να βυθίζεσαι κι όταν θα είσαι έτοιμος να αντικρίσεις ξανά το φως, θα επιστρέψεις. Πάντα θα επιστρέφεις.

Να ξεκινάς την ημέρα σου με χαμόγελο και να το χαρίζεις σ’ όποιον συναντάς στο διάβα σου. Ακόμη και να μην ανταποδώσει, κάποιο λόγο θα ’χει. Να τρέφεσαι σωστά για να παραμένεις υγιής. Να βάλεις στο λεξιλόγιο σου τη λέξη «Όχι!». Θα σου φανερωθούν περισσότερα ανείπωτα «Ναι!».

Νομίζουμε ότι οι επιλογές μας είναι τελεσίδικες κι ο χαρακτήρας που έχει δημιουργηθεί απ’ αυτές, αμετάβλητος. Εφόσον το θελήσει, ο άνθρωπος αλλάζει. Γι’ αυτό φρόντισε να γίνεσαι ο παράδεισος του επόμενου ανθρώπου που θα συναντήσεις και θα τον γαληνέψεις κι όχι η κόλαση που θα τον καταστρέψει. Οι άνθρωποι είμαστε εξοικειωμένοι με την κόλαση, υπάρχει όπου και να κοιτάξεις. Εκεί που χάνουμε το έλεγχο είναι όταν ο παράδεισος βρίσκεται μια ανάσα μακριά μας.

Συντάκτης: Βάιολετ Τζιβρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη