Μερικές φορές, ο κόσμος φαντάζει περίεργος. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Ξυπνάς ένα μαγευτικό πρωινό, ο ήλιος λάμπει –ή η συννεφιά κυριεύει τα πάντα, ανάλογα με το καιρικό φετίχ σου–, τα πουλιά τιτιβίζουν, η μέρα περιμένει καρτερικά να την αδράξεις.

Αλλά αλίμονο! Δε σε απασχολούν τέτοια πράγματα τώρα. Το στομάχι σου παραμένει κόμπος από χτες, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Οι σκέψεις σου είναι κενές κι όταν δεν είναι, το ρεζουμέ τους είναι: «Πώς είναι δυνατόν να έπεσα τόσο έξω;».

Καλώς ήρθες στον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα των παραπλανητικών μηνυμάτων. Ξέρεις πώς πάει το τελετουργικό, σωστά; Γνωρίζεις ένα νέο άνθρωπο, με όποιον τρόπο προκύψει κάτι τέτοιο. Παλιά, την εποχή των δεινοσαύρων, των Walkman και των σταθερών τηλεφώνων με καντράν, για να μιλήσετε θα έπρεπε να κάνεις αδιανόητα πράγματα.

Σήμερα, επιλογές υπάρχουν –πολλές και με άμεση ανταπόκριση! Βέβαια έχουν ένα κοινό παρονομαστή: Λέγεται «chat». Είχες φανταστεί, στο είχαν πει ότι τα γραπτά μπορεί να παρερμηνευθούν, έτσι; Δεν ξέρεις πώς σκέφτεται η άλλη πλευρά της οθόνης την ώρα που σου γράφει με φαινομενικό ενδιαφέρον για τα όσα λες.

Μην το παίρνεις στραβά, οι πιθανότητες να ενδιαφέρεται πραγματικά ή να γράφει κάτι από υποχρέωση ενώ βλέπει το τελευταίο επεισόδιο Game of Thrones που είχε αφήσει στη μέση, είναι πάνω-κάτω οι ίδιες! Προχωράμε στο παρασύνθημα, λοιπόν. Μιλάτε. Μιλάτε αρκετά. Μιλάτε πολύ ενδεχομένως. Όπου «μιλάτε», εννοείται «γράφετε». Στις πόσες γραμμές κρίνουμε ότι ξέρουμε τι θέλει ο άνθρωπος που διαβάζει στην οθόνη του, κάπου πιο μακριά; 1.000; 2.000; Όσες είναι.

Μετράς τα λεπτά που στροβιλίζονται, χάνονται και γίνονται ώρες. Όταν μαζέψεις αρκετές ώρες στο σύνολο, σχηματίζεις μια εικόνα, δε μιλάς με κάτι απροσδιόριστα άγνωστο πια. Κάποια στιγμή, πιάνεσαι από μια φράση, μια εικόνα, μια διάθεση στον ηλεκτρονικό αέρα και σκέφτεσαι κι άλλα πράγματα. Πρόστυχα ή γλυκανάλατα ρομαντικά, δεν έχει σημασία. Τα σκέφτεσαι όμως, σου τριβελίζουν το μυαλό, σου παραστρατίζουν το λογισμό, σε εξιτάρουν άσχημα.

Ανάλογα με την περίπτωση, τις μέρες και τις ώρες που έχει γράψει το κοντέρ σας, μπορεί να ακολουθήσουν διάφορα. Τηλεφωνήματα, ραντεβού, μαζώξεις, ποτά, καταχρήσεις. Απ’ όλα έχει ο μπαξές και δεν υπάρχει χρυσός κανόνας.

Σκέφτεσαι, πως οι πιθανότητες είναι πια με το μέρος σου, τα άστρα ευθυγραμμίστηκαν, το ωροσκόπιό σου είναι ευνοϊκό, δε θα κάνεις αυτά που κοροϊδεύεις, δε θα περιμένεις άλλο για να πεις την αλήθεια, το πού πάει το πράγμα, γενικώς. Σε σχέση, σε σχεδόν σχέση, σε casual sex, σε ό,τι σε φωτίσει το κάρμα σου, ειδικώς.

Στην κρίσιμη στιγμή όμως, το στιλέτο καρφώνεται στην πλάτη. Η μαχαιριά του «Σε βλέπω φιλικά», πώς να γιάνει, και πότε; Ο χρόνος σταματάει, οι ήχοι χάνονται, το βλέμμα καρφώνεται στα μωβ ροδοπέταλα. Τα ψεύτικα μωβ ροδοπέταλα, φυσικά. Ξαφνικά παρατηρείς πως είναι μάλλον κακόγουστα, χωμένα στο κοντινότερο βάζο, ανάμεσα στις ψεύτικες μαργαρίτες και λοιπά λουλούδια που δε βλέπεις καθαρά.

Δεν ήταν αυτό που περίμενες από εκείνο το βράδυ. Δεν είχες κάποιο σημάδι ότι θα πάει εκεί το πράγμα. Ξαφνικά, ένας χείμαρρος από τα όσα θυμάσαι, τα όσα διάβασες ή υπονόησε, ξεχύνεται ορμητικά και τα παρασύρει όλα.

Τώρα, όλα βγάζουν νόημα. Υπέθεσες το θετικό, εννοούσε το αρνητικό. Υπέθεσες το μαύρο, εννοούσε άσπρο. Υπέθεσες το «εμείς», εννοούσε το «εγώ». Ήταν όλα μια μεγάλη, γιγαντιαία, αστεία παρεξήγηση! Δεν έχεις καμία διάθεση να γελάσεις με αυτό.

Το γυρνάς στην πλάκα, αλλά ο λαιμός σου καίει κι η καρδιά σου χτυπάει δυνατά για τους εντελώς λάθος λόγους. Θα έχεις όλο το χρόνο να τα σκεφτείς αυτά, αλλά όχι τώρα, τώρα θα δείξεις χαρακτήρα, έτσι σου είπε να κάνεις ο εαυτός σου.

Μια απ’ τις πιο γνωστές παροιμίες των Λατινικών είναι η «Verba volant, scripta manent», δηλαδή τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν. Το κακό με τα γραπτά όμως, είναι ότι δε μένουν μόνο αυτά που θες να δεις.

Την επόμενη φορά, δε θα φερθείς τόσο ευκολόπιστα, τόσο μαλακισμένα, αυτό δε σκέφτηκες με καθαρό μυαλό; Καλά θα κάνεις, αφού είπαμε, τα γραπτά παρερμηνεύονται κάπου-κάπου. Κάπως έτσι, βέβαια, ξεπετάγονται και πολλαπλασιάζονται οι κυνικοί ανάμεσά μας. Αλίμονο, μ’ αυτά και μ’ αυτά γίνονται πολλοί!

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιάννη Ματζαβράκου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Γιάννης Ματζαβράκος