Έχεις να κάνεις μια δουλειά. Όχι πολλές, μονάχα μία. Και δεν είναι απαραίτητα τόσο δύσκολη, απλά εσύ έχεις μπει σε εκείνη τη φάση όπως όταν πατάς συνεχώς αναβολή στο ξυπνητήρι σου ενώ ξέρεις ότι θα χτυπήσει ξανά το καταραμένο και στο τέλος θα αναγκαστείς να το πάρεις απόφαση και να σηκωθείς.

Το deadline σου σε κοιτάει γελώντας απ’ τη γωνία κι έρχεται ολοένα και πιο απειλητικά προς το μέρος σου. Όσο όμως και αν τα λεπτά κυλάνε, όσα χαρτάκια ημερολογίου κι αν σκίζεις, εσύ δε λες με τίποτα να καθίσεις και να τελειώσεις μια ώρα αρχύτερα με αυτό που όσο κι αν προσπαθείς δε θα μπορέσεις τελικά να αποφύγεις. Το μυαλό σου δουλεύει με υπερωρίες ψάχνοντας τρόπους για να γλυτώσει. Η φαντασία σου θα έπαιρνε σίγουρα δέκα με τόνο στον έλεγχο.

Στην αρχή ψάχνεις παρηγοριά στο τηλέφωνο με τα πλήκτρα να παίρνουν φωτιά. Πρώτοι στη λίστα είναι όλοι σου οι φίλοι. Ρώτας με ενδιαφέρον για τα νέα τους, σχολιάζεις θέματα της επικαιρότητας, θυμάσαι όλα τα αστεία περιστατικά που έχουν συμβεί όταν ήσασταν παρέα. Στη συνέχεια σειρά έχουν γνωστοί και συγγενείς, ακόμα κι οι τόσοι μακρινοί που μόνο αν έστελνες πακέτο μπορεί και να κατάφερνες να επικοινωνήσεις μαζί τους. Αφού η ώρα περάσει, οι μονάδες σου κοντεύουν να εξαντληθούν και το χαμηλή μπαταρία έχει βγει στην οθόνη τουλάχιστον δέκα φορές, αποφασίζεις να το κλείσεις.

Τότε είναι που ντύνεσαι γρήγορα για να προλάβεις να πεταχτείς στα μαγαζιά και να κάνεις δυο-τρία ψώνια της τελευταίας στιγμής. Άντι όμως να πάρεις τα μακαρόνια και το τυρί και να φύγεις, καταλήγεις να χαζεύεις στο διάδρομο με τα σαμπουάν και τις κρέμες σώματος. Σ΄ όλο το δρόμο της επιστροφής, κοιτάς διεξοδικά τις βιτρίνες λες κι είναι η πρώτη μέρα που μετακόμισες στη γειτονιά. Μόλις η μεγαλύτερη δυνατή διαδρομή για το σπίτι σου φτάσει στην εξώπορτα σου και γυρίσεις το κλειδί, ξεκινάς να μαζεύεις στα ντουλάπια όλα αυτά που αγόρασες.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είναι που σου έρχεται κι η φαεινή ιδέα να ξεκίνησες γενική καθαριότητα. Πιάνεις κουβάδες, σφουγγαρίστρες και ξεσκονόπανα και φτάνεις μέχρι το σημείο να καθαρίσεις τα τζάμια τόσο που έγιναν στο τέλος πραγματικά αόρατα. Μετά από τόσο κόπο, λογικό είναι να πείνασες κι έτσι κάθεσαι να μαγειρέψεις, κανονικό γεύμα, παρακαλώ. Να φας κι ύστερα να πλύνεις ό,τι λέρωσες, αμαρτία είναι μόλις καθάρισες.

Κοιτάς το ρολόι κι έχει περάσει κάτι παραπάνω απ’ τη μισή σου μέρα, έχει έρθει πια βραδάκι κι είναι η ώρα που αρχίζει η αγαπημένη σου εκπομπή στο ραδιόφωνο ή βγήκε καινούργιο επεισόδιο από εκείνη τη σειρά που παρακολουθείς μετά μανίας. Αυτό δε γίνεται να το αναβάλλεις με τίποτα, θα σε γεμίσουν μετά με spoilers και τσάμπα μια εβδομάδα η αγωνία.

Οι δικαιολογίες θα τελειώσουν λίγο πριν τελειώσει κι ο χρόνος που σου έχουνε δώσει και τότε συνειδητοποιείς ότι ο κλοιός στενεύει επικίνδυνα. Έτσι τρέχεις σαν τη σταχτοπούτα να προλάβεις τη διορία και να μη γίνεις κι εσύ κολοκύθα.

Χάνεις τον ύπνο σου, πίνεις δύο λίτρα καφέ, βρίζεις τον εαυτό σου που το άφησες για την τελευταία στιγμή, φυσάς-ξεφυσάς, αλλά τελικά τα καταφέρνεις. Έχεις βρει ένα μαγικό τρόπο να πλησιάζεις το χείλος χωρίς να πέφτεις όμως στο γκρεμό.

Τελευταία φορά, μονολογείς την επόμενη θα τα έχω όλα έτοιμα στην ώρα μου. Κι ακόμα δεν έχει έρθει εκείνη η επόμενη φορά.

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη