Κι εκεί που λες πως θα πέσεις για ύπνο, μπας και ξεκουραστείς επιτέλους, το σύστημά σου έχει άλλα σχέδια. Σβήνεις το φως, κουκουλώνεσαι, κλείνεις μάτια και λίγες στιγμές μετά συνειδητοποιείς πως θα είναι μια ακόμη από εκείνες τις βραδιές που η αϋπνία δε θα σε αφήσει να ευχαριστηθείς τη θαλπωρή του κρεβατιού σου.

Αλλάζεις πλευρό, στριφογυρνάς γενικά, αλλά τσάμπα κόπος. Χαλαρώνεις και προσπαθείς να αφεθείς στα χέρια του Μορφέα. Έλα όμως που κι αυτός έχει αποφασίσει να πάρει πάλι ρεπό κι έχεις μείνει μονάχος στο σκοτάδι να παλεύεις για λίγη ηρεμία.

Με τα πολλά, μη θέλοντας να παραδεχτείς την ήττα σου, δεν ανοίγεις τα μάτια, μπας και ξεγελάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό κι αποκοιμηθείς. Άδικος κόπος. Το μυαλό συνεχίζει να στροφάρει και δε σε αφήνει σε ησυχία. Μπορεί να μη σκέφτεσαι καν κάτι συγκεκριμένο κι αυτό είναι ακόμη πιο εξοργιστικό. Ξεφυσάς και δυσανασχετείς, ενώ μέθοδοι τύπου «μετράω προβατάκια», δε φτουράνε μια, προφανώς.

Εν τέλει, τσεκάρεις το ρολόι κι αντιλαμβάνεσαι πως μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχουν περάσει πάνω από δυο ώρες. Ανασηκώνεσαι, ανοίγεις το κινητό και σερφάρεις λίγο στο διαδίκτυο. Κανένας δε βρίσκεται online, οπότε ύστερα από ένα μισάωρο ανούσιου σκρολαρίσματος, πιάνεις και το τηλεκοντρόλ για να κάνεις και λίγο ζάπινγκ στην TV. Το μενού έχει παλιές σειρές, ταινίες γ’ διαλογής και φυσικά, telemarketing. Ό,τι κι αν επιλέξεις, το παρακολουθείς παθητικά μπας και νυστάξεις.

Κάπου ανάμεσα στους «Φρουρούς της Αχαΐας» και το νέου ατμομάγειρα, αποφασίζεις να σύρεις το κορμί σου μέχρι την κουζίνα, για να φτιάξεις κανένα ζεστό, μπας και βοηθήσει την κατάσταση. Πιάνεις τον εαυτό σου, λοιπόν, να βολοδέρνει μέσα στο σπίτι, ενώ μέχρι να ετοιμαστεί το ρόφημα (κι εφόσον έχεις ανοιγοκλείσει το ψυγείο 5-6 φορές), φτιάχνεις κι ένα τοστάκι, έτσι για τη λιγούρα.

Αράζεις στο σαλόνι, καταναλώνεις με γοργούς ρυθμούς το μεταμεσονύκτιο κολατσιό σου και παράλληλα σκέφτεσαι το πόσα έχεις να κάνεις την αυριανή μέρα κι απελπίζεσαι μόλις αντιληφθείς πως όλα αυτά είναι σε λίγες ώρες. Εύλογα λοιπόν, επιστρέφεις στο κρεβάτι, χαζεύεις λίγο ακόμη τηλεόραση και μιας και βλέπεις πως δεν υπάρχει σωτηρία, τη σβήνεις κι αυτή.

Κλείνεις μάτια ξανά και φτου κι από την αρχή, με την αϋπνία να κρατεί καλά ακόμα. Πλέον έχεις εκνευρισμό, κάτι που φυσικά δε βοηθάει. Ανάβεις πάλι το φως λοιπόν και πιάνεις το βιβλίο που έχεις ξεχασμένο στην άκρη του κομοδίνου εδώ και μήνες, μπας και ξεχαστείς. Στη δεύτερη κιόλας σελίδα συνειδητοποιείς πως δε θυμάσαι αρκετά από τα προηγούμενα κεφάλαια, οπότε το παρατάς κι αυτό.

Αγανακτισμένος, το παίρνεις απόφαση πως δεν πρόκειται να ξεκουραστείς ποτέ ξανά. Αναλογίζεσαι την παρούσα φάση της ζωής σου, την αναλύεις κι αναπολείς παλιές ιστορίες. Σχεδόν πιέζεσαι να ονειρευτείς λογής σενάρια κι εξελίξεις που ουδέποτε έγιναν, σκηνοθετώντας ολόκληρη ταινία στο κεφάλι σου. Μην πάει χαμένος ο εγκέφαλος, απ’ τη στιγμή που δε λέει να διακόψει έστω και για λίγο τη λειτουργία του.

Κι εκεί που δεν το περιμένεις, γλαρώνεις κι η νύστα σε καταβάλει. Οκ, πιθανότατα είναι η εξάντληση, αλλά σε εκείνη τη φάση, δε σε πειράζει. Επιτέλους, ξεραίνεσαι. Είσαι ήρεμος κι απολαμβάνεις τον ύπνο σου. Και μισή ώρα μετά, χτυπάει το ξυπνητήρι…

 

Επιμέλεια Στέφανου Στεφανόπουλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Στέφανος Στεφανόπουλος