Η γιαγιά κι ο παππούς θα είναι πάντα τα πρόσωπα που θα μας θυμίζουν πως κάποτε υπήρξαμε σε αγκαλιές που μέσα σ΄αυτές μεγαλώσαμε. Είναι οι άνθρωποι που τρέχαμε να μας σώσουν από την κατσάδα των γονιών μας, εκείνοι που μας συμβούλευαν, που μας κακομάθαιναν και μας περνούσαν καραμέλες και χρήματα, κρυφά, κάτω από το τραπέζι. Τα φαγητά της γιαγιάς ήταν πάντα τα πιο νόστιμα, τα πιο μυρωδάτα, τα πιο αυθεντικά και το χαμόγελο και η αγκαλιά του παππού τα πιο ζεστά και οικεία.

Κι έτσι, όσα χρόνια και αν περάσουν από τον χαμό τους, η απώλεια παραμένει το ίδιο έντονη. Κι αυτό, γιατί η θέση που είχαν στη ζωή μας είναι αναντικατάστατη. Ίσως και να ήταν ένα είδος αυτοπροστασίας το γεγονός πως όσο ήμασταν μικροί δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη σημασία του να μεγαλώνουμε πλάι τους, καθώς αυτό ήταν για εμάς μια δεδομένη συνθήκη και νομίζαμε πως θα ζήσουν για πάντα. Ίσως να είναι ο τρόπος του σύμπαντος να μας αφήνει να χαιρόμαστε τους ανθρώπους μας πριν μάθουμε να ζούμε χάνοντάς τους.

Εγώ, λοιπόν, ανήκω στην κατηγορία εκείνων των παιδιών που μεγάλωσα με τους παππούδες μου, καθώς και οι 2 γονείς μου εργάζονταν όλη μέρα. Νιώθω τρομερά ευγνώμων που είχαν την τύχη να τους γνωρίσω, να ζήσω μαζί τους και να δημιουργήσω αυτές τις όμορφες αναμνήσεις, όπως εκείνη που έτρεχα πάνω κάτω στην αυλή κι η μυρωδιά από το ζεστό κέικ στον φούρνο μου έσπαγε τη μύτη, ρωτώντας ξανά και ξανά πότε θα είναι έτοιμο.

Τώρα τα χρόνια αυτά έχουν περάσει, αλλά ποτέ δεν ξεχνιέται εκείνο το κέικ της γιαγιάς. Κάθε πράξη των παππούδων μας ήταν από τέτοιο κράμα, που σκορπούσε αγάπη σε ό,τι κι αν έκαναν. Από το πιο νόστιμο σπιτικό, ψωμί, τα πλούσια κεντήματα, τα γιατροσόφια, το κρυφό 20ρικο που σου έδιναν για να «πιεις καφέ». Η ζωή με τους παππούδες, μάς δίδαξε τόσα πολλά, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη κληρονομιά.

Συχνά πυκνά πιάνω τον εαυτό μου, να ταξιδεύει νοερά πίσω στον χρόνο. Θυμάμαι τα καλοκαίρια με τον παππού, που μας πήγαινε στο λούνα παρκ της πλατείας και παίζαμε μέχρι αργά, τις εκδρομές στη θάλασσα που σκάρωνε σκανταλιές μαζί μας για να πειράξουμε τη γιαγιά. Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες στην αυλή που πάσχιζε να μας μάθει τάβλι. Τα πρώτα χτυποκάρδια στην εφηβεία που σοβάρευε ξαφνικά όταν μάθαινε πως κάποιο παιδί μας τριγυρίζει. Τις φορές που ακούγαμε ξανά και ξανά την ιστορία γνωριμίας των δυο τους, για να παραδειγματιζόμαστε.

Οι αναμνήσεις αυτές, έχουν μια γλυκόπικρη νοσταλγική γεύση. Τι κι αν μεγαλώναμε; Στα μάτια τους, ήμασταν πάντα εκείνα τα μικρά παιδάκια. Και το μόνο που ήθελαν είναι να δούνε το πιάτο μας άδειο για να μας πουν “να σου βάλω κι άλλο;”.

Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής κι αυτή κι η γλύκα της. Οι απώλειες των ανθρώπων που μας αγάπησαν κι αγαπήσαμε, αφήνουν πίσω ανεκπλήρωτο κενό. Αλλά πάντα θα έχουμε τις αναμνήσεις μας για παρηγοριά, αφού, τουλάχιστον, ζήσαμε αυτές τις στιγμές μαζί τους. Σίγουρα δεν το λες και λίγο, τι κι αν θα δίναμε τα πάντα να κρατούσε λίγο ακόμη.

ΥΓ: Αφιερωμένο στους παππούδες και τις γιαγιάδες που μας μεγάλωσαν κι αν και έφυγαν, εμείς δεν τους ξεχάσαμε ποτέ.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου