Ας πούμε ότι στις μέρες μας οι ανθρώπινες σχέσεις ανήκουν σε κατηγορίες κι έχουν αποκτήσει πολλαπλές μορφές. Από τη μία, υπάρχει ο παραδοσιακός, γνωστός σε όλους μας έρωτας κι από την άλλη, υπάρχουν οι πιο πολύπλοκοι δεσμοί, οι άνω των 2 σχέσεις, οι ελεύθερες σχέσεις και οι «χαλαρές» καταστάσεις, οι συνηθισμένες στις μέρες μας, λεγόμενες κι ως καβάτζες.

Θεωρητικά, όταν αναφερόμαστε στην έννοια «καβάτζα», αναφερόμαστε σε ένα πρόσωπο που υπάρχει στη ζωή μας, συνήθως για λόγους σ#ξουαλικούς ή ακόμη και για «συναισθηματική παρηγοριά», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε σύντροφοι. Μια σχέση χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς τίτλους, υποχρεώσεις, απαιτήσεις και, κατά πάσα πιθανότητα, μέλλον, ή θεωρητικά κάπως έτσι ξεκινάει. Με απλά λόγια, μια «σχέση σε αναμονή» ή ίσως μια «πρόχειρη λύση».

Μπορεί η ιδέα και μόνο της καβάτζας για κάποιους να είναι η απόλυτη απομυθοποίηση του έρωτα, για άλλους όμως ίσως να ακούγεται ιδανική, είτε γιατί δε γουστάρουν τη δέσμευση είτε γιατί η ζωή τους είναι αρκετά φορτωμένη και είναι μια ενδιάμεση λύση. Εντούτοις, κάποτε έρχεται μια φάση που ακόμη και για αυτούς που ακούγεται ιδανική, κάπως κουράζει. Ίσως να μπερδεύει, ή να μην εξυπηρετεί πλέον, ή ίσως πάλι από το πουθενά εμφανίζεται κάτι με μεγαλύτερη προοπτική, κάτι που δεν μπορείς να αγνοήσεις, κάτι που σε υπερβαίνει. Και κάπως έτσι, αναρωτιέσαι: πώς και πότε βάζεις τέλος;

Αντικειμενικά, μια καβάτζα αρχίζει να χάνει τη χρησιμότητά της όταν οι όροι και οι προϋποθέσεις αλλοιώνονται κι ανατρέπονται. Αρχίζουν να μπαίνουν στη μέση συναισθήματα. Ίσως τα «θέλω» και οι ανάγκες του ενός αλλάζουν, ίσως αρχίζει να θέλει «κάτι παραπάνω» κι ο άλλος όχι και κάπου εδώ είναι μια σωστή φάση να μπει μια τελεία.

Στην ίδια γραμμή σκέψης πιθανόν να εμφανιστεί και η κτητικότητα σε αυτήν την κάπως σχέση. Αρχίζεις να ενοχλείσαι στη σκέψη και μόνο ότι ίσως να μην έχεις την αποκλειστικότητα που θα ήθελες. Άραγε τι κάνει όταν δεν είναι μαζί σου; Μήπως αυτή τη στιγμή βρίσκεται με άλλο άτομο; Και κάπως το πράγμα παύει να είναι πια «χαλαρό».

Σε ένα άλλο σενάριο, ίσως στο σ#ξουαλικό κομμάτι –που κι αυτό ήταν η πρόφαση που ξεκίνησε– να μην υπάρχει πια η χημεία ή η επικοινωνία που υπήρχε. Άρα, ο βασικός λόγος που εξ αρχής ήρθαμε κοντά παύει να υπάρχει και η σύνδεσή μας πια δε μας αρκεί. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι πλέον αρκετή να το λήξουμε για να ψάξουμε για κάτι άλλο.

Σε μια άλλη περίπτωση, πάλι, μπορεί να εμφανιστεί στη ζωή μας κάτι που έχει περισσότερη προοπτική για το μέλλον, που μας εξιτάρει κι αρχίζει στα ξαφνικά να μας κάνει να τρέφουμε ελπίδες για κάτι πιο σοβαρό, πιο σταθερό. Πράγμα που μας επιβάλλει να κλείσουμε τον κύκλο της καβάτζας μας.

Ίσως, η κατάλληλη στιγμή για να βάλεις τέλος σε μια καβάτζα έρχεται εκείνη ακριβώς την ώρα που νιώθεις στάσιμος. Έρχεται όταν καταλαβαίνεις ότι επιθυμείς κάτι πιο ουσιαστικό, κάτι να σε γεμίζει, μιας και η συγκεκριμένη λύση δεν το κάνει πια- χωρίς αυτό να σημαίνει πως το έχεις βρει. Ίσως αισθανθείς ότι έχεις αλλάξει, έχεις ωριμάσει και ζητάς μια συναισθηματική πληρότητα, πράγμα που μετατρέπει την καβάτζα σε βάρος και όχι σε μια ευχάριστη λύση.

Το τέλος μιας καβάτζας, λοιπόν, δε χρειάζεται να γραφτεί με δράμα, αλλά με ίσες και ξεκάθαρες κουβέντες. Μπορείς απλούστατα να μιλήσεις ανοιχτά για το πώς ακριβώς νιώθεις, χωρίς υπερβολές, λέγοντας ένα «αυτό που έχουμε δε με καλύπτει πια», χωρίς να δημιουργήσεις ελπίδες, χωρίς να αφήσεις «παραθυράκια» και πάντα με αξιοπρέπεια. Ίσως να ακούγεται εύκολο στα λόγια, αλλά η δυσκολία στην πράξη εμφανίζεται στην πορεία. Είναι πολύ εύκολο να ξανακυλήσουμε και να πέσουμε στην παγίδα— από συνήθεια ή από μοναξιά.

Βλέποντάς το λίγο πιο σφαιρικά, η καβάτζα είναι μια απλή συμφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων και, όπως κάθε συμφωνία, πρέπει να εξυπηρετεί και τους δύο. Όταν σταματήσει να συμβαίνει αυτό, το πιο ώριμο πράγμα είναι να κλείσει με καθαρότητα και ειλικρίνεια.

Γιατί, όπως και να το κάνουμε, σε αυτόν τον φιλελεύθερο και σύγχρονο κόσμο που ζούμε, ακόμα και οι «πρόχειρες» σχέσεις χρειάζονται τη φροντίδα τους.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου