Ξέρεις, είναι περίεργη η μνήμη. Επιλεκτικά διεστραμμένη να σου θυμίζει όσα παλεύεις να θάψεις στα υπόγεια. Όλα όσα πονάνε, παλιώνουν, λερώνονται, χαλάνε. Τα σπρώχνεις, τα κλωτσάς, τα πιέζεις, τα κάνεις ένα κουβάρι στην άκρη του μυαλού κι ελπίζεις. Ελπίζεις μια μέρα να εξαφανιστούν, να πάψεις να θυμάσαι πως υπήρξαν.

Εκείνα που σου χάρισαν τις σπουδαιότερες στιγμές ευτυχίας είναι τα ίδια που θα σου προκαλέσουν το μεγαλύτερο πόνο. Πόσο αδυσώπητα μαζόχα είναι η ζωή. Λες και σε προσκαλεί να γεμίσεις πληγές, γρατζουνιές και ράμματα. Σε αφήνει να αναρρώσεις, να νομίσεις πως έγιανες κι έπειτα, αλλάζει η εποχή και λίγο κρύο και βροχή σου θυμίζουν πως κάτι πάνω σου άλλαξε, πως κάτι μέσα σου έσπασε.

Σε γνώρισα κάποτε. Ένα «χάρηκα» για ζέσταμα και μια βουτιά στα βαθιά. Ξαφνικά κι απροειδοποίητα όπως όλα τα πολύ καλά ή τα πολύ κακά. Χαμόγελα που ξεπηδούσαν απ’ το τίποτα, χαμόγελα αβίαστα, αυθόρμητα κι αληθινά. Μόνο χαμόγελα, φιλιά και χάδια. Ανατριχίλα, προσμονή, λαχτάρα για όσα δεν είχαν έρθει και ήταν τόσα πολλά.

Σε γνώριζα κάποτε. Έμαθα ποιος είσαι, τι είσαι, τι ζητάς. Κι έβρισκες πάντα τρόπο να μαθαίνω κι άλλα. Ποτέ βαρετά, ποτέ συνηθισμένα. Όλα καινούρια, όλα διαφορετικά επειδή ήταν μαζί σου. Πόλεις, γειτονιές, χιλιόμετρα, στέκια, ταξίδια, σπίτια, συνήθειες, γνωστοί και φίλοι. Τα δικά σου, δικά μου, τα δικά μου, δικά σου.

Μοιραστήκαμε στιγμές, φόβους, χαρές, τσακωμούς, πάθη. Μοιραστήκαμε όσα στέκονταν ανάμεσά μας και τα κάναμε όπλα μας. Ήθελα να ξέρεις, ήθελες να μάθω. Να μην υπάρχει κενό, να μην υπάρχει απόσταση. Να μένουμε από επιλογή κι όχι από άγνοια.

Πόσο καλά σε ήξερα. Πόσο πολύ με ένιωσες. Θυμάμαι τι ήσουν κάποτε και τι υπήρξα εγώ. Μας θυμάμαι. Με μια αφέλεια παιδική, με μια αυθάδεια προκλητική, κόντρα σε όλους και σε όλα. Συζητήσεις, αναλύσεις, ψυχογραφήματα, κόντρες, φωνές, κλάματα, γέλια και πάτος. Εσύ ήσουν, όμως, ο άνθρωπός μου, ο φίλος μου, ο σύντροφός μου. Εσύ ήθελα να είσαι. Εσύ έπρεπε να είσαι.

Είναι πολλά αυτά που θυμάμαι. Είναι περισσότερα από εκείνα που μπορώ να αφήσω πίσω. Είσαι εσύ κι όλα εκείνα που έφερες κι άφησες και πήρες πίσω. Κενά που γέμισες, κενά που έγιναν μεγαλύτερα με το φευγιό σου. Πώς να προσποιηθώ αδιαφορία, πώς να παγώσω τη στιγμή, πώς να αγνοήσω την απώλεια; Θυμάμαι, γαμώτο. Ακόμη κι εκείνα που δε θα ‘πρεπε. Τα μικρά, χαζά, ανόητα κι αόρατα. Όλα εκείνα που με κρατούν στη σκιά σου.

Θυμάμαι που σε ήξερα με μια σιγουριά εκνευριστική κι ένα μυστήριο εθιστικό. Όσα κι αν μάθαινα, ήθελα κι άλλα. Όσα κι αν έλεγα, γνώριζες κι άλλα. Ήθελα έναν έρωτα και ήρθες εσύ να γίνεις εθισμός, ανάγκη, οικογένεια, φίλος, κολλητός. Ήσουν πολλά περισσότερα από όσα νόμιζα ό,τι θέλω. Απλώθηκες μπροστά μου και γραπώθηκες απ’ τα πιο βαθιά μου θέλω. Έγινες όλα εκείνα που με συμπλήρωναν με έναν τρόπο τρομακτικό κι απόλυτο.

Θυμάμαι να σε εμπιστεύομαι, να σε αφήνω να δεις τα πιο βαθιά σκοτάδια μου, τις πιο κρυμμένες πληγές κι εσύ να τις χαϊδεύεις με στοργή και θράσος. Σαν να ήταν δικές σου. Να τις γιατρεύεις, να μην τις αφήνεις να γίνουν θεριά και να με σημαδέψουν. Θυμάμαι να αφήνομαι, να ακούγομαι, να μοιράζομαι τη ψυχή μου με κάποιον που ήταν το ίδιο ατελής, όπως εγώ. Θυμάμαι να εθίζομαι στη ευτυχία, στην κατανόηση, στην αγάπη. Θυμάμαι να είμαι ευγνώμων κι αχάριστη, καλή και κακιά, επιδέξια κι άγαρμπη. Θυμάμαι να είμαι ο εαυτός μου μαζί σου, να δενόμαστε, να απομακρυνόμαστε, να γινόμαστε ξένοι.

Ήμασταν κάτι παραπάνω από φίλοι και κατάφερες να είμαστε κάτι λιγότερο από γνωστοί.

Θυμάμαι όσα, με ευκολία, ξέχασες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη