Μάνα είναι μόνο μία. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι και παραπάνω. Βλέπεις η μάνα για τον καθένα από μας δεν έχει μόνο το πρόσωπο εκείνης που σε έφερε στον κόσμο. Καλά τα γονίδια κι ο πόνος της γέννας, αλλά είναι τόσα τα χέρια που μας καθοδηγούν στην πορεία που είναι κρίμα να τα ξεχνάμε.

Μάνα. Κάθε γυναίκα είναι εν δυνάμει μάνα γενικά και μάνα σου, ειδικά. Κι αν δε σου θυμίζει τίποτα αυτή η πρόταση είναι γιατί ξέχασες κι εσύ. Μεγαλώσαμε, βλέπεις και δε χωράνε και πολλές μνήμες και συναισθηματισμοί στο ξερό μας το κεφάλι. Μέρες που είναι, θα σου θυμίσω εγώ όσα, ή μάλλον εκείνη, που ξέχασες.

Συναισθήματα κι όμορφες αναμνήσεις παιδικών χρόνων. Όχι για όλους, όχι παντού. Κι όμως στα ζόρικα, στις μεγάλες δυσκολίες όλοι είχαμε κάποιον να στραφούμε κι ας μην ήταν απαραιτήτως αίμα μας. Γυναικείες φιγούρες που γέμιζαν τις μέρες μας με χαμόγελο ή με φωνή όπου ήταν απαραίτητο.

Κι αν ο καθένας μας για τη μάνα του έχει να πει πολλά, κανείς δε μίλησε ποτέ για όλες εκείνες, τις αφανείς ηρωίδες που γέμιζαν κομμάτια απ’ το παζλ της παιδικής μας ηλικίας τόσο αθόρυβα. Για τον καθένα υπήρχε και μία. Για άλλον θεία, για άλλον νονά, για άλλον γειτόνισσα ή οικογενειακή φίλη. Πάντα υπήρχε μία.

Εκείνη η μία που κάλυπτε το κενό όταν η μαμά δεν μπορούσε. Όταν εκείνη δούλευε και δεν μπορούσε να μας πάει ή να πάρει απ’ το σχολείο. Εκείνη η μία που μας πήγαινε σπίτι ή μας έβαζε να φάμε. Εκείνη ήταν η απάντηση στην ερώτηση «μόνο του θα μείνει, θα διαβάσει, θα φάει το παιδί;» Και το παιδί δεν έμεινε ποτέ μόνο του γιατί εκείνη ποτέ δεν το άφησε.

Άλλοτε στάθηκε στο πλευρό μας γιατί είχαμε πυρετό κι άλλοτε μας έφτιαξε κάτι άλλο να φάμε γιατί το φαγητό που είχαμε δε μας άρεσε. Άλλοτε μας συμβούλευσε, άλλοτε μας δίδαξε κι άλλοτε μας συνόδευσε σε παιδικά πάρτι, πλατείες και πάρκα. Μας πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού, φοβόταν μην πάθουμε κάτι, μας μάλωνε όταν κάναμε κάποια βλακεία. Πόσες δραστηριότητες δικές της στο δικό μας βιογραφικό; Μακρύς ο κατάλογος των ευχαριστώ για όσα σπουδαία μας πρόσφερε.

Το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό, οι ζαβολιές μας πάντα ξεχασμένες και οι γκρίνιες περασμένες. Κι εκείνη εκεί, μια συγγενής, μια φίλη, μια κυρία που μας πρόσεχε, ένας άνθρωπος που μας σημάδεψε, που έβαζε πλάτη όταν η πλάτη της δικής μας μαμάς λύγιζε.

Δεκάδες πρόσωπα, γερασμένα, νεανικά, χαρούμενα, σκεπτικά, έβαζαν στην άκρη δικές τους σκοτούρες και στέκονταν πλάι μας με κατανόηση κι αγάπη. Αγάπη διαφορετική, περίεργα στοργική, αγάπη πολύτιμη γιατί προσφερόταν ελεύθερα. Καμία επιβολή, κανένα συμφέρον. Μόνο νοιάξιμο για δυο παιδικά μάτια. Τα δικά μου, τα δικά σου, τα δικά μας.

Γυναίκα που επιλέγει να σου σταθεί σαν μάνα και που σου φέρεται όπως στο παιδί της, ποτέ μην την ξεχνάς. Δεν είναι απ’ τους ανθρώπους που συναντάς συχνά στην ενήλικη ζωή σου.

Όσες μας φρόντισαν όταν εμείς δεν μπορούσαμε να φροντίσουμε τους εαυτούς μας είναι άξιες σεβασμού κι αποδέκτες της αγάπης μας για μια ζωή. Γιατί δε νιώσαμε μόνοι μας, γιατί δεν μας επέτρεψαν να κινδυνεύσουμε, γιατί μας πήραν απ’ το χέρι όταν το είχαμε ανάγκη. Κι ακόμη κι αν τα χρόνια πέρασαν και οι εποχές άλλαξαν, δε σημαίνει πως υπάρχει δικαιολογία.

Ίσως τώρα μας έχουν ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Μπορεί εκείνες να νιώθουν μοναξιά, μπορεί να χρειάζονται ένα καλό λόγο ή ένα φιλί. Δεν κοστίζει τίποτα ένα ευχαριστώ για όσα μας πρόσφεραν και μια συγγνώμη για όσα ξεχνάμε, όταν η δική τους συμμετοχή στις ζωές μας δεν πληρώνεται με τίποτα.

Ένα ευχαριστώ και μια συγγνώμη.

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Σοφία Καλπαζίδου 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη