Όλοι τα βάζουν μαζί σου, να ξέρεις. Νέοι, ηλικιωμένοι ακόμα και μικρά παιδιά. Όλοι αναφέρονται σε σένα όταν βλέπουν πως οι καταστάσεις πάνε κατά διαόλου. Σε βρίζουν, σε καταριούνται κι αναθεματίζουν τ’ όνομά σου. Κι εσύ εκεί. Να στέκεσαι αβοήθητη μπροστά σ’ ένα χάος από εκείνους τους κομψούς, με τα κουστούμια τους. Μπροστά σ’ εκείνους που αντιπροσωπεύουν τη δύναμη και την τιμή σου.

Χάρισες ομορφιά, πλούτο κι υποσχέσεις. Τόνισες τη σημασία της οικογένειας κι αυτό ήταν η περηφάνια σου. Έκανες ανθρώπους ζεστούς, φιλόξενους κι ευγενείς. Πολλά απ’ τα μεγαλύτερα μυαλά του πλανήτη εσύ τα δημιούργησες και χάρισες ιστορία σημαντική. Πέρασες μπόρες που δεν πρόκειται ουδέποτε να ξεχαστούν κι έφτιαξες έναν λαό δυνατό κι υπερήφανο που είχε εσένα ως μητέρα.

Άπλωσες τα μεγάλα χέρια σου κι άνοιξες ορίζοντες σ’ ανθρώπους που μόνο στο δικό σου όνομα έβλεπαν την ελπίδα. Κάποιοι το εκτίμησαν και κάποιοι σε εκμεταλλεύτηκαν. Κι αργότερα σαν να κουράστηκες. Σε ξεζούμισαν και σε πέταξαν όταν οι αντοχές σου λιγόστεψαν.

Ο λαός σου θύμωσε και πόνεσε. Έκλαψαν ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν πλέον να ζήσουν αξιοπρεπώς και μανάδες που δεν έβρισκαν σωτηρία για τα παιδιά τους. Έπιασες πάτο και το ψωμί που κάποτε έδωσες το πήρες πίσω και σέρβιρες την ξενιτιά φρεσκομαγειρεμένη. Τότε έκλαψαν οι νέοι κι οι πατεράδες. Που σαν τα πουλιά έφυγαν απ’ τις φωλιές τους για να βρουν ζεστασιά άλλου.

Και σαν η πίκρα μεγάλωσε πάνω στην απελπισία σου, πίστεψες στον λαό σου. Που κάποτε πάλεψε με σάρκα κι οστά για να τιμήσει το όνομά σου. Μα τώρα στη θέση εκείνων βρέθηκαν ανθρωπάρια, τα βλέπεις με κολλημένα μάτια σε κάτι τετράγωνες οθόνες κι απαξίωση για την παιδεία τους.

Η επανάσταση δεν μπορεί πια να σε σώσει και παρέδωσες τα όπλα σου. Με σκυμμένο το κεφάλι κι η στάθμη της ντροπής σου να ανεβαίνει. Να σπάει η καρδιά σου και να μαζεύεις τις γροθιές σου απ’ τον θυμό σου. Να θυμώνεις που το όνομά σου το ελέγχουν κάποιοι ηλίθιοι, οι οποίοι δε νοιάζονται πώς θα σου ξημερώσει το αύριο.

Και βρέθηκες σε αδιέξοδο. Είδες να γδύνουν τους ανθρώπους σου και να τους οδηγούν προς την καταστροφή, για να σε σώσουν υποτίθεται. Τώρα, όμως, υποφέρεις πιο πολύ. Όλα όσα αγαπούσες τα πήρε ο άνεμος κι όσα πρόσφερες μπήκαν στον τενεκέ. Πλέον σε αποκαλούν τελειωμένη, άχρηστη κι ανάξια να δώσεις μέλλον στα παιδιά σου.

Το ένα πρόβλημα σκέπασε το άλλο και σ’ εξόργισαν. Έβαλαν εκείνο το κουτί μπροστά στους ανθρώπους σου και τους φλόμωσαν. Τους τύφλωσαν με προβλήματα μηδαμινής αξίας κι εσύ παράλληλα ήθελες να ουρλιάξεις για να ακουστείς επιτέλους.

Ποσό να πονέσεις ακόμη κι εσύ; Προδόθηκες, ποδοπατήθηκες και υπέφερες σαν μια μάνα που χάνει τα παιδιά της. Κι η σκέψη πως τα παιδιά σου εξαφανίζονται, ματώνει την καρδιά σου. Πόσο ακόμα; Αυτή η ερώτηση να σπάει κάθε σκέψη που μπαίνει στο μυαλό σου. Πόση ντροπή πλέον να αισθανθείς και πόση μαγεία να σου στερήσουν ακόμα; Πόσα δάκρυα να χυθούν και πόση αντοχή να σου απομείνει πια;

Κάποτε ήσουν κάτι περισσότερο από τρανή. Δυνατή κι επιβλητική. Η αξιοπρέπειά σου άγγιζε τα ουράνια κι οι αντοχές σου έσπαγαν τα πάντα. Και τώρα στέκεσαι εδώ μπροστά μας. Σακατεμένη, ματωμένη και ρυτιδιασμένη. Κλαις, δεν πρόκειται ποτέ να πάψεις. Είσαι έτοιμη να συρθείς στη γη, μα ακόμα παλεύεις για μια τελευταία ανάσα. Και τώρα κοιτάζοντάς σε μπορώ να καταλάβω τα ανεξήγητα. Τώρα πλέον ξέρω πόσο πονάς, Ελλάδα μου.

Συντάκτης: Λώρα Καρδακάρη-Καββαδία
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη