Φιλία. Λέξη ουσιαστική, γεμάτη χαρές, γέλια και πολλή αγάπη. Μία λέξη που είναι σε όλους μας γνωστή και σ’ όλους μας αναγκαία. Όπως κι η αγάπη ή ο έρωτας. Κρεμόμαστε από αυτές τις έννοιες για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε. Δενόμαστε μαζί τους, μόνο με την ιδέα. Απαραίτητες κι έννοιες τόσο αρχέγονες, που είναι έμφυτες μέσα μας.

Όμως, πάντα υπάρχει κι η αντίθετη όψη του νομίσματος. Και παραδείγματος χάρη εκεί που θα βάζαμε τον έρωτα, έρχεται η άλλη πλευρά που είναι η προδοσία και φυσικά το ίδιο ισχύει και για τη φιλία. Πάντα και παντού θα υπάρχει κάπου ένας «Ιούδας» να μας θυμίζει ότι πρέπει να προσέχουμε, ποιους να εμπιστευόμαστε και πως η ζωή δεν είναι πάντα τέλεια.

Ναι, οκ! Αυτές οι καταστάσεις μας είναι πλέον τόσο γνωστές, που δεν απορούμε όταν συμβεί κάτι τέτοιο. Κι όσο περνάει ο καιρός αρχίζεις και το περιμένεις κιόλας από κάποιους ανθρώπους. Σε σημείο που σε φρικάρει ο ίδιος σου ο εαυτός. Αλλά φτάνει με τους προδότες. Το point είναι άλλο. Αυτοί είναι γνώριμοι, προβλέψιμοι και τους βαριόμαστε κιόλας. Το ερώτημα όμως είναι τι γίνεται με τους φίλους που ουσιαστικά δε σου έχουν κάνει τίποτα, αλλά ταυτόχρονα σου έχουν κάνει και τα πάντα;

Εννοώ φυσικά τους απόλυτους κοσμάρες. Αυτούς που είναι τα καλύτερα παιδιά, ψυχούλες και πάρα πολύ γελαστοί. Αλλά κοσμάρες. Δε δίνουν δεκάρα για το αν εσύ στηρίζεσαι επάνω τους ή εάν περιμένεις κάποια πράγματα από αυτούς και το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι δεν το καταλαβαίνουν κιόλας!

Ζουν σε μια μαγική φούσκα, που είναι μόνο αυτοί κι ο εαυτός τους και λειτουργούν πάντα στους δικούς τους ρυθμούς. Μπορεί να έχεις κανονίσει μαζί τους να πας καφέ στις 2 και να σου έρθουν στις 4, χαλαροί και σαν να μη συνέβη τίποτα και ποτέ. «Έλα μωρέ, σιγά δεν άργησα και πολύ» ή το άλλο που σου κάνει τα νεύρα κρόσσια: «Δε θα αργήσω ξανά, το υπόσχομαι» κι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρεις ακριβώς γιατί θέλεις να τον πρωτοχτυπήσεις. Για το ότι άργησε, για το ότι σου δίνει ψεύτικες υποσχέσεις ή για το ότι ξέρεις ότι θα το κάνει ξανά και θέλεις να του δώσεις από τώρα μία προκαταβολική για την επόμενη φορά;

«Πρέπει να δεχόμαστε τους φίλους μας με τα ελαττώματά τους», έγραψε κάποιος, κάπου, κάποτε και τώρα τα δικά μας νεύρα τεντώνονται και κοντεύουν να σπάσουν. Και ναι, να τη δεχτούμε αυτή τη φράση και να την ενστερνιστούμε, αλλά κάτσε λίγο, βρε κύριος! Έχω υποχωρήσει, μία, δύο, τρεις. Έχω μιλήσει στον άλλον τέσσερις, πέντε, έξι. Έχω πει τι με ενοχλεί εφτά, οχτώ κι εννιά φορές. Ε, κάπου στη δέκατη δεν αντέχω άλλο κι αρχίζω να αναρωτιέμαι. Αυτός ο φίλος μου, ρε παιδιά, γιατί δε δέχεται το ελάττωμα το δικό μου και γιατί δε λέει να καταλάβει ότι μου δημιουργεί εύκολα νεύρα; Και γιατί πρέπει να είμαι μόνο εγώ αυτός που τον καταλαβαίνει;

Φυσάς, ξεφυσάς. Υπομονή, ψιθυρίζεις αργά και σταθερά από μέσα σου. Αλλά ο καιρός περνάει και βλέπεις ότι δεν αλλάζει κάτι. Κοσμάρα και πάλι κοσμάρα! Δε λέει να καταλάβει, ότι υπάρχουν πράγματα που δεν αρέσουν στον άλλον και χρησιμοποιεί μία στάση του τύπου «δε με ενδιαφέρει κιόλας». Κι εκεί είναι που αρχίζεις τα φάρμακα.

Γιατί μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς, πως αν ο ίδιος σου ο φίλος δεν μπορεί να καταλάβει και δε θέλει να διορθώσει κάποια πράγματα που σε ενοχλούν επάνω του και το μόνο που κάνει είναι να σου δημιουργεί νεύρα, τότε γιατί κάνεις παρέα μαζί του; Και μετά αναρωτιέσαι πάλι και λες, βρε γαμώτο, ο άλλος δε σκέφτεται ότι μπορεί μια μέρα απλώς να χάσω όλη μου την υπομονή και να μη θέλω καμία σχέση μαζί του;

Όπως και να’ χει, βασικές λέξεις-κλειδιά της φιλίας, ήταν πάντα η υπομονή, η συμβιβαστικότητα κι η αμοιβαία θέληση. Όταν μόνο ο ένας απ’ τους δύο κάνει πράγματα κι ο άλλος είναι μονίμως στην κοσμάρα του, δείχνοντας επανειλημμένα πως δεν τον ενδιαφέρει και πολύ, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις παρέα με έναν τέτοιον άνθρωπο.

Οι φίλοι, δεν υπάρχουν στη ζωή μας για να μας δημιουργούν νεύρα και να μας τσιτώνουν παραπάνω. Είναι για να μας ηρεμούν, να μας κάνουν να περνάμε καλά και να ξεφεύγουμε μαζί τους. Και αν κάποιος κοσμάρας εκεί έξω, νοιάζεται για τον φίλο του έστω και λίγο και απλώς δεν είχε καταλάβει ποια είναι η συμπεριφορά του, ας κοιταχτεί στον καθρέφτη και ας πει: «Θέλω να έχω φίλους, ναι ή όχι;».

 

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη