«Πρέπει να βάλω κουρτίνα επιτέλους στο παράθυρο αυτό. Είναι πολλά αυτά που λέω ότι θα κάνω και ποτέ δεν κάνω. Δε γαμιέται. Κάποια στιγμή θα γίνουν όλα. Κάποια στιγμή θ’ αλλάξω και σπίτι κι εκεί που θα πάω θα έχω κουζίνα πιο φωτεινή. Κάποια στιγμή το φως που θέλω να έχει η ζωή μου, θα το έχει και η κουζίνα μου. Μα τι μ΄ έπιασε πάλι και φιλοσοφώ τη ζωή μου πλένοντας ποτήρια;»

Σκόρπιες σκέψεις, ασύνδετες μεταξύ τους, κρύβοντας βουνά από εικόνες μιας μοναχικής ζωής. Μια ζωής άψογα σχεδιασμένης έτσι ώστε να μην μπορεί να την αγγίξει κανείς. Όλα πληρωμένα. Λογαριασμοί, ενοίκια, τρόφιμα σε ψυγείο και ντουλάπια. Ας είναι καλά όσοι σιγοντάρουν τόσο μεγαλεπήβολα σχεδιασμένες ανέσεις. Όσοι προσυπογράφουν την τεμπελιά μιας πρώιμα παραιτημένης νιότης. Όλα πληρωμένα και συνάμα όλα ρυθμισμένα άψογα. Αυτόματες ηλεκτρονικές πληρωμές για όλα. ΔΕΚΟ, αγορά συλλεκτικών ειδών ενός ακριβού χόμπι και φυσικά ποδόγυρων. Ηλεκτρονικά και αυτοί; Μα ναι. Ποιος δένει κορδόνια σε παπούτσια για να τρέχει να ζήσει κανονικά; Απ΄ το σπίτι μπορείς να παραγγείλεις τα πάντα.

«Να τελειώσω τη φασίνα να βγω από τη μικροσκοπική μου κουζίνα. Τρέχοντας, όπως θα ήθελα να βγω κι από τον εαυτό μου. Από την άθλια ζωή μου. Αυτή που με τόσο πάθος υπερασπίστηκα σε όποιον μου αντιπαρέβαλε τη δική του σαν πρότυπο. Τριανταπέντε χρονών γαϊδούρι κι ακόμη λέω στον εαυτό μου όλα όσα θέλω να πω αλλού μα δεν μπορώ. Όχι! Όχι, εντάξει. Είμαι καλά. Λίγο άδειος ίσως, λίγο διπολικός, λίγο μόνος. Λίγο δυστυχισμένος, ρε αδελφέ! Μα δεν πειράζει, όλα στο λίγο τα ‘χω. Κι αν τ΄ ότι είμαι καλά είναι ένα ψέμα, κι αυτό στο λίγο είναι. Και τα λίγα δεν πειράζουν. Γαμάτη τακτική αυτοπαρηγοριάς ε;»

Πέταξε την πετσέτα της κουζίνας με δύναμη στον πάγκο. Όλα στην τρίχα. Έτσι απλά και ψυχαναγκαστικά, όπως ταιριάζει στη γενικότερη εικόνα. Ένα μπάνιο και μετά εξόρμηση στη γειτονιά. Με μια ανάσα μεγάλη γιατί κάθε έξοδος θέλει απόφαση. Λίγο ακριβό after shave να καμουφλάρει την κλεισούρα ημερών και το καλό χαμόγελο, εκείνο που σαν μπλουζάκι ταιριάζει σετάκι με την εικόνα του (ακόμη) καλύτερου παιδιού. Ένα τελευταίο τσεκ στον καθρέφτη του ασανσέρ και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόταν να περπατάει ανάμεσα σε αυτοκίνητα και ανθρώπους, ένα δρόμο παρακάτω απ’ το βασίλειό του.

Βασίλειο είπα; Μη φανταστείς τίποτα μεγαλεία. Ένα διαμέρισμα ιδιόκτητο στον τρίτο όροφο, με κάτι μπαλκονόπορτες μεγάλες όπως και η οπτική για τον εαυτό του. Δώρο από τους σπόνσορες για το πτυχίο που δεν ήλθε ποτέ. Αυτό ήταν το περιβόητο βασίλειό του. Μια μίνι «βίλα των οργίων» που στέγαζε λογιών λογιών περαστικούς επισκέπτες. «Άστεγα» ηλεκτρονικά ξεκωλάκια που θα του προσέφεραν κάθε φορά το κάτι το ξεχωριστό, «φίλοι» που ήξεραν μόνο τα πάνω-πάνω για εκείνον, αρκετά όμως για να τον υποστηρίζουν, καθώς και χιλιάδες ενοχές για τη ζωή που κάνει και για τη ζωή που δεν φτιάχνει. Όλοι τουρλουμπούκι θαμώνες σ’ αυτό το κίνκυ βασίλειο. Και όλοι κάτω από την επίβλεψη της μεγάλης εκείνης ιδέας για τον εαυτό του. Εκείνης που σκέπαζε και ρύθμιζε τα πάντα.

Τα περιβόητα ψώνια δεν περιελάμβαναν και πολλά. Έναν έτοιμο καφέ ιδιαίτερης ποικιλίας με καλοχτυπημένο αφρόγαλα, μια κούτα τσιγάρα, μια κάρτα ανανέωσης χρόνου για το κινητό, σκόνη γαλλικό καφέ, μπισκότα και κρουασάν για τις πρωινές υπογλυκαιμίες και ίσως πατάτες και αυγά απ’ το μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Αυτή ήταν η περιβόητη εξόρμηση στη γειτονιά. Απόσταση μετρημένη έτσι ώστε η έκθεση στην πολυκοσμία να είναι μικρή. Προμήθειες που θα κρατούσαν τουλάχιστον μια βδομάδα. Με ταυτόχρονη στήριξη των ντελιβεράδων κάποια βράδια.

Και ύστερα σπίτι. Το «βασίλειο» ξανασφράγιζε τις πύλες του στον έξω κόσμο. Και η ζωή περιοριζόταν στα τετραγωνικά της διαμερισματάρας εκείνης με όλα τα κομφόρ. Σχήμα οξύμωρο. Ζωούλα μικρή σε μια μεγάλη διαμερισματάρα. Φαντάσου πόσο κενό περίσσευε! Κενό που ενδεχομένως το γέμιζε κάθε λογής ιδιαίτερο συναίσθημα. Ενοχές, προσδοκίες, βαρεμάρα, αηδία, όνειρα, μοναξιά. Ατέλειωτη μοναξιά. Ανάγκη για αποδοχή, επίσης. Κι όλα αυτά με μια επικάλυψη μεγαλομανίας.

Και οι ώρες ξοδεύονταν έτσι άσκοπα όλες. Χωρίς κάποια ιδέα, χωρίς κάποιο σκοπό. Με μπόλικα kb να ντύνουν προσωπικές στιγμές, όπου κάθε τι όμορφο γινόταν κοινόχρηστο. Nicknames και φωνές να υπόσχονται μεγάλες βραδιές και προσδοκίες που ξεφούσκωναν με το κάθε live καλησπέρα. Τα τζάμια έκλειναν σχεδόν ευλαβικά απ’ έξω κάθε μυρωδιά αληθινής ζωής. Από την ηχώ των γέλιων της κάθε παρέας που περνούσε κάτω απ’ το σπίτι του σε μια σαββατιάτικη έξοδο μέχρι το καυτό αεράκι που έντυνε τα βράδια τις καλοκαιρινές νύχτες. Παρέμεναν σχεδόν κλειστά, αφήνοντας ίσως μια χαραμάδα μόνο να φεύγει ο καπνός των τσιγάρων. Παρέμενα σχεδόν κλειστά έτσι ώστε να μην υπάρχει περίπτωση ν’ ακούσουν οι γείτονες οτιδήποτε. Είχε και μια εικόνα να προστατέψει.

Έσκισε το διαφανές πλαστικό περίβλημα της κάρτας ανανέωσης χρόνου κι έξυσε άγαρμπα μέχρι να διακρίνει τον κωδικό. Τον πληκτρολόγησε βιαστικά και σχημάτισε τον αριθμό της. «Καλησπέρα» της είπε χαμογελαστά. Ναι. Υπήρχε ένας άνθρωπος στη ζωή του που γνώριζε όλα τα παραπάνω και πάραυτα ήταν ακόμη εκεί. Ήταν πάντα εκεί. Κι ας είχε εκδιωχθεί παλαιότερα «βιαίως» μιας και ήξερε πολλά περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Ήταν ακόμη, πάντα, ανέκαθεν εκεί. Χωρίς ιδιότητα, χωρίς ρόλο συγκεκριμένο. Χωρίς ιδιαίτερες παροχές και χωρίς ιδιαίτερες απολαβές. Κι ενώ είχε διαπιστώσει μόνη της όλα τα παραπάνω, ενώ είχε άπειρους λόγους να μην είναι εκεί, είχε βρει ένα σωρό άλλους λόγους για τ’ ότι δεν έπρεπε να φύγει. «Καλησπέρα» του είπε και μία ακόμη ιδιαίτερη βραδιά είχε μόλις αρχίσει.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα