Στο μεταξύ τα χρόνια πέρασαν. Σκληρός τύπος ο χρόνος. Αμείλικτος. Τρέχει όταν περνάς όμορφα και φρενάρει όταν υποφέρεις. Ήρθε, λοιπόν, εκείνη η ώρα που όσο κι αν το τραβούσε ο Δημήτρης, η φοιτητική του ζωή έγινε ιστορία. Στρατός, εύρεση εργασίας και όλα αυτά που πρέπει να διευθετηθούν στη φάση αυτή. Κι όμως. Αναπολεί το πρόσφατο παρελθόν του νιώθοντάς το τόσο μακρινό. Σαν να το έζησε σε κάποιο προηγούμενο αιώνα.

Αλλά τα χρόνια πέρασαν και για τη Σοφία. Το κοριτσάκι εκείνο το μικρό, που έκλαιγε όταν αργούσε να έρθει να το πάρει ο πατέρας του από το σχολείο μεγάλωσε. Έγινε μια όμορφη κοπέλα. Και με τη σειρά της μια όμορφη φοιτήτρια. Και σαν να ήθελε το κάρμα να κάνει και λίγη πλάκα την έστειλε στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη του Δημήτρη. Σαν να ήθελε αυτή η απροσδιόριστη δύναμη που ορίζει τις τύχες των ανθρώπων να προετοιμάσει το έδαφος. Πού να το φανταζόταν οι ήρωές μας, ε;

Όσο απίθανο ήταν το να συναντηθούν σε κάποιο δρόμο κάπου στην Πάτρα πριν από κάποια χρόνια, κάπως πιθανότερο θα ήταν να βρεθούν σε κάποιο καφέ στη Θεσσαλονίκη. Να διασταυρωθούν έστω οι δρόμοι τους και να συναντηθούν τυχαία τα βλέμματά τους χωρίς να γνωρίζονται ακόμα. Χωρίς να γνωρίζουν τι τους επιφυλάσσει εκείνο το κάρμα που λέγαμε. Ωστόσο, ούτε τότε ήταν γραφτό τους να συναντηθούν. Έπρεπε να περιμένουν λίγο ακόμα. Έτσι έκρινε σκόπιμο το σύμπαν, έτσι έπρεπε να γίνει.

Καλοκαίρι του 2017. 23 Αυγούστου. Ο καλός γνωστός Σπύρος που λέγαμε, ανεβαίνει Θεσσαλονίκη. Μεγάλος ρουφιάνος το διαδίκτυο τελικά. Από εκεί το έμαθε ο Δημήτρης. Έρχονταν συνοδεύοντας δυο φίλες του σε μια εκδρομή στην πόλη. Στο μεταξύ η Σοφία είναι υποψήφια διδάκτωρ. Έχει επιστρέψει πλέον στην Πάτρα. Κανονίζεται βραδινή μπίρα. Μπορεί να μην είναι φίλοι, αλλά είναι δυο καλοί γνωστοί. Μια εθιμοτυπική συνάντηση επιβάλλεται αν μη τι άλλο. Κι επιτέλους. Ήρθε εκείνη η ώρα που εκείνοι οι δυο άγνωστοι με το τόσο κοινό παρελθόν θα γινόταν γνωστοί. Η μια από τις δυο φίλες που συνόδευε ο Σπύρος ήταν η Σοφία. Μικρός τόπος βλέπεις μια πόλη όπως η Πάτρα. Κάπου βρεθήκανε, κάπου γνωρίστηκαν. Και να που την πήγαινε στο Δημήτρη.

Δεν ήταν όμως έτσι απλά τα πράγματα. Το ραντεβού κανονίστηκε για τις εννιά. Οι ώρες όμως περνούσαν και η παρέα δε φαινόταν. Κάποια δεν ήθελε να βγει. Δεν ένιωθε καλά. Ποια άραγε να ήταν αυτή η κάποια; Σωστά μαντεύεις. Η Σοφία ήταν. Ο Δημήτρης είχε αρχίσει να φρικάρει. Τρεις ώρες στήσιμο είχε φάει ο κακομοίρης! Κι όλο σκεφτόταν να σηκωθεί να φύγει. Στο φινάλε, δε βαριέσαι. Δεν τρέχει και τίποτα. Δεν του είχε λείψει και ο Σπύρος. Κι όσο το σκεφτόταν, έλεγε μέσα του πως δε χρειαζόταν καν να βρεθούν. Κλάιν μάιν που λένε και στη Θεσσαλονίκη. Κάπου όμως στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του μια φωνούλα κραύγαζε. Περίμενε λίγο ακόμη. Κάνε ακόμα ένα τσιγάρο και μετά φεύγεις.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα επιτέλους η συνάντηση έγινε. Βρέθηκαν σε κάποιο μπαράκι όλοι μαζί. Μεγάλη παρέα μαζεμένη. Πλέον ο Δημήτρης το είχε πάρει απόφαση. Ένα χαμένο βράδυ. Η δε Σοφία, είχε φάει όλο το ξενέρωμα του κόσμου. Μοιραία τα πηγαδάκια είχαν δημιουργηθεί. Η πρώτη εντύπωση, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, όχι και η καλύτερη. Του φάνηκε σνομπ. Της φάνηκε ανεγκέφαλος. Αντάλλαζαν όμως κλεφτές ματιές. Το κλικ είχε γίνει. Η ώρα πέρασε. Οι κομπάρσοι άρχισαν να αποχωρούν από τη σκηνή. Τι γίνεται τώρα; Θα τελείωνε εκεί η ιστορία; Όχι. Η ιστορία μόλις τότε είχε αρχίσει να γράφεται.

Έκαναν έναν μεγάλο περίπατο. Του εξομολογήθηκε τι ψάχνει στη ζωή της. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Και μεταξύ αστείου και σοβαρού, εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους «αρραβωνιάστηκαν». Πώς άπλωσε το χέρι της και κράτησε το δικό του τόσο σφιχτά! Η υπόλοιπη παρέα είχε μείνει λίγο πίσω. Ήταν σαν να μην υπήρχαν. Σαν να ήθελαν να απομονωθούν οι δυο τους εκείνη τη στιγμή. ‘Οταν κάποια στιγμή ξαναέγιναν παρέα, η αδερφή της ρώτησε το Δημήτρη αν έχει κοπέλα. «Αλεξία μου. Εδώ και λίγη ώρα είμαι αρραβωνιασμένος με την αδερφή σου.» Της απάντησε. Γέλια, πειράγματα, ευχές. Τι όμορφα που ήτανε!

Κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσουν στο ξενοδοχείο τους. Το πρωί θα αναχωρούσαν για Πάτρα. Ο Δημήτρης τους συνόδευσε μέχρι το ξενοδοχείο. Κανένας από τους δυο δεν ήθελε να αποχωριστούν. Δεν ήθελε να φύγει. Δεν μπορούσε να την αφήσει. Φύγανε. Οι δυο τους. Δε μιλούσαν πολύ. Ίσως η θλίψη πως δε θα ξαναειδωθούν  δεν επέτρεπε να βγουν πολλά λόγια από τα στόματα. Βρέθηκαν σε ένα παγκάκι στην Άνω Πόλη. Στο παγκάκι τους.  Η Θεσσαλονίκη πιάτο μπροστά τους. Ακόμα και τώρα πολλές φορές ανεβαίνει σε εκείνο το παγκάκι κι αναπολεί εκείνο το ξημέρωμα.

Η αμηχανία της στιγμής. Ξαφνικά τα χείλη τους ενώθηκαν. Το πρώτο τους φιλί. Και ξανά και ξανά. Σαν να ήθελαν να πάρουν πίσω όλο το χαμένο χρόνο από εκείνο το βράδυ μέχρι και όλα εκείνα τα χρόνια που ο ένας ήταν στην πόλη του άλλου, αλλά ποτέ μέχρι τότε δε σμίξανε. Φιλιόντουσαν ασταμάτητα. Σε βαθμό ασφυξίας. Το αεράκι άρχισε να γίνεται ψυχρό. Η Σοφία άρχισε να κρυώνει. Σε λίγες ώρες άλλωστε έπρεπε να αναχωρήσει. Με πόνο ψυχής αποφάσισαν να φύγουν. Την πήγε στο ξενοδοχείο. Την ανέβασε μέχρι την πόρτα του δωματίου. Πήγε για ύπνο κι αυτός γύρισε σπίτι του. Κανένας όμως από τους δυο δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Σκέφτονταν ο ένας τον άλλον.

 

To be continued…

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου