Διαβάστε εδώ το Β’ Μέρος της ιστορίας.

 

Προετοιμάστηκε με χαρά για τη συγκέντρωση στο σπίτι της Άννας. Ήταν το πρώτο βράδυ –μετά από πολλά χρόνια– που το να βγει απόγευμα ή βράδυ δεν τον «έπνιγε» ως ιδέα. Είχε κόψει κοινωνικές επαφές κι εξόδους , χρόνια τώρα. Κάθε δύση του ηλίου έφερνε καθημερινά δύο πράγματα. Εκείνο το σφίξιμο στο στέρνο και την ανάγκη για ποτό. Για πολύ ποτό. Κι αυτά τα δύο δεν ήταν σε θέση να τα διαχειριστεί παρουσία άλλων ανθρώπων. Όλες τις νύχτες, όλα αυτά τα τελευταία χρόνια. Όλες μέχρι τη σημερινή.

Η αρχή αυτής της βραδιάς ήταν μια έκπληξη για τον Νίκο. Διαψεύστηκε σε όλα όσα είχε αρχικά σκεφτεί. Τα άτομα της Ομάδας, εκτός Ομάδας, κάθε άλλο από εικόνα ναυαγίου κι εγκατάλειψης ήταν. Χαμογελαστοί, σαρκαστικοί και με ευφυές χιούμορ, μίλησαν όλοι για όλα. Δουλειές κι επιχειρήσεις, οικογενειακά και γκομενικά. Αυτό που σκεφτόταν έντονα ο Νίκος, μετά την πρώτη έκπληξη, ήταν το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουμε όντως δύο εαυτούς. Τον κακομεγαλωμένο, καχεκτικό από την όποια του συναισθηματική στέρηση που αυτοκαταστρέφεται πίνοντας, τρώγοντας ή κάνοντας οτιδήποτε άλλο σε καταχρηστικό κι εξαρτησιακό βαθμό αλλά κι εκείνον τον άλλον εαυτό, τον δυνατό, τον γαμάτο κατά γενική ομολογία, εκείνον που περιθάλπει με αγάπη και κατανόηση τον πρώτο και διψά για υγιή ένωση μαζί του.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα μα δύο-τρεις ώρες μετά ένας-ένας άρχιζε να αποχωρεί. Λογικό, εργάσιμη η επόμενη μέρα για όλους. Έκανε να φύγει με τον τελευταίο ο Νίκος, μα η Άννα τον πρόλαβε, πιάνοντας τον απαλά από το μπράτσο: «Μείνε αν θες να κουβεντιάσουμε» του είπε. Μπροστά του εμφανίστηκε στιγμιαία το αιώνιο δίλλημα. Αυτό που κάθε φορά αντιμετώπιζε μέχρι τότε από φίλους ή συνεργάτες από τη δουλειά, μέχρι τη στιγμή που έκοψε κάθε παρτίδα με όλους. Το σφραγισμένο ολοκαίνουργιο μπουκάλι από την παραγγελία που παρέλαβε το πρωί από τον ντελιβερά της γειτονικής κάβας ή ένας άνθρωπος απέναντι του; Απόψε παραδόξως διάλεξε το δεύτερο.  Η νύχτα γέμισε με λόγια εξομολογητικά, λυτρωτικά. Στο βάθος από ένα χαμηλωμένο ραδιόφωνο ακουγόταν ο στίχος του Στόκα. «Το σκοτάδι του ενός, δυο μαζί το κάνουν φως.»

-Κι  ο έρωτας, Νίκο;

-Ποιος έρωτας; Πού τον είδες; Παντού τριγύρω μόνοι άνθρωποι. Παντού παράπονα για μοναξιά. Κατήφεια και μοναξιά. Παντού απογοητευμένοι μα τυφλοί. Πώς και δε βρέθηκαν όλοι αυτοί ποτέ μεταξύ τους; Την κλάψα τελικά αποζητάμε κι όχι τον έρωτα. Μας αρέσει απλά να κλαιγόμαστε. Λατρεύουμε να κλαιγόμαστε. Βγαίνουμε στη γειτονιά και χτυπιόμαστε που κανείς δεν μας παίζει, που είναι άδεια η πλατεία κι εμείς μόνοι. Και μόλις αρχίζουν σιγά-σιγά κάποιες πόρτες ν’ ανοίγουν και να ξεπροβάλουν παιδιά, μαζεύουμε τόπια και λάστιχα και τρέχουμε και κρυβόμαστε σπίτι μας. Αυτοί είμαστε! Μετά τους χαζεύουμε πίσω απ τις γρίλιες στα κρυφά, έτσι απλά. Δειλοί και διαταραγμένοι.

-Είσαι απόλυτος, Νίκο. Δεν είναι όλα τόσο απλά. Αυτό που παρουσιάζεις έχει το δόλο μέσα, την απάτη. Απλά κάποιοι φοβούνται να δοθούν. Δεν είναι απατεώνες όλοι, κάποιοι τρέμουν τον ίσκιο τους. Μοιάζει με την πολιτική όλο αυτό. Όλοι αναζητάμε την αξία, μιλάμε και γράφουμε γι’ αυτήν μα επειδή το να την προσεγγίσεις θέλει κόπο και προσφορά, προτιμάμε να ασχολούμαστε με τα σκατά. Σε σημείο να τα αναπαράγουμε. Είναι εύκολο και ξεκούραστο.

-Στα λόγια μου έρχεσαι, μικρή. Συνειδητά απέχουμε. Και για να ‘μαι ειλικρινής καλύτερα για κάποιους που ορισμένοι απέχουν. Άμα δεν μπορείς να βουτήξεις αγνός, καθαρός, διάφανος μέσα σε αυτό, με τίμιες προθέσεις, στον έρωτα τον ίδιο κι όχι μόνο στον άνθρωπο, καλύτερα να παραμείνεις εκεί  πίσω απ’ τις γρίλιες. Λερώνεται η θάλασσα, ακόμη και μ’ ένα μικρό σκουπίδι. Ποιος ο λόγος;

-Εδώ θα συμφωνήσω. Την περίοδο που είχα βυθιστεί στο πρόβλημά μου, πολύ πριν ανακαλύψω την Ομάδα, δεν έβγαινα, δεν είχα και δουλειά. Βγαίνοντας από μακροχρόνια σχέση κι έχοντας περάσει καιρό μόνη, ήθελα αν όχι να βουτήξω στη θάλασσα που ανέφερες πιο πάνω, τουλάχιστον να την αντικρύσω πάλι. Να βρέξω λίγο τα πόδια μου. Μια φίλη μου είπε να χαζολογήσω σ’ ένα τσατ γνωριμιών. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα από internet, πέρα από τ’ ότι είναι πηγή πληροφοριών. Μπήκα, λοιπόν, να μιλήσω με κάποιον, να φλερτάρω ενδεχομένως εάν κάτι με συγκινούσε. Αυτό που είδα με σόκαρε. Ακόμη με σοκάρει.

-Δηλαδή;

-Οι άνθρωποι που γνωρίζονται εκεί βρίσκονται μόνο για να πηδηχτούν. Όχι για να γνωριστούν. Το σοκαριστικό δεν είναι αυτό. Ο τρόπος που το διαχειρίζονται είναι απίστευτα στεγνός, στυγνός  και σκληρός. Καταρχάς εκ των πρωτέρων είσαι γι’ αυτούς β’ διαλογής άνθρωπος επειδή σε γνώρισαν στο κουτί. Δεν έχεις κανένα από τα δικαιώματα που έχουν οι μέχρι πρότινος παραδοσιακές γνωριμίες τους, επομένως κι εκείνοι καμία υποχρέωση. Δε μαθαίνεις ποτέ τίποτα γι’ αυτούς, διότι απλούστατα θεωρούν ότι δε θα σου χρειαστεί ποτέ τίποτα άλλο. Και το σενάριο πάει κάπως έτσι. Βρίσκεσαι για πρώτη φορά, πας σε ξενοδοχειάκι, μετά καταλήγεις σπίτι σου μόνος. Αν είναι βέβαια large ο άλλος. Αν είναι και εκ του προχείρου, αρκεί να πάνε τα καθίσματα του αμαξιού πίσω. Τις περισσότερες φορές δε μαθαίνεις καν το όνομα του άλλου. Έδωσες τον εαυτό σου κι ο άλλος δε σου χαλάλισε ούτε καν έναν καφέ. Μια χειραψία. Ένα «χαίρω πολύ, με λένε Χ.» Γυρνάς σπίτι περισσότερο μόνος και σακάτης από πριν που αποφάσισες να πας. Έτσι είναι οι περισσότερες επαφές σήμερα. Εκείνο το site δεν είναι παρά μια μικρογραφία της κοινωνίας  σήμερα.

-Αυτό σου έλεγα πριν, Άννα. Όλοι ζευγαρώνουν σαν να εκπληρώνουν κάποια υποχρέωση στον βιολογικό εαυτό τους, ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν διαφορά όσο εναλλάσσονται τα κορμιά  που παρελαύνουν από τα κρεβάτια τους. Ανάθεμα κι αν θυμούνται από σένα όνομα, χρώμα ματιών, χρώμα μαλλιών. Από το να μπαίνουν, λοιπόν, στο πεδίο μάχης τέτοιοι τύποι ή από το να μπαίνεις εσύ σ’ ένα τέτοιο πεδίο, δεν είναι καλύτερα να μην ασχολείσαι με τέτοιες μάχες; Σπίτι σου! Δυο ποτά, μία τσόντα και μέχρι εκεί. Κι αν η μοναξιά είναι μεγάλη, ας γίνουν τα ποτά τέσσερα. Ξέρεις γιατί άρχισα να πίνω συστηματικά; Γιατί ήθελα κάτι να με μουδιάζει. Να μη νιώθω κάθε νύχτα τις ανάγκες να ξεβράζονται στις ακτές μέσα μου και να ζητάνε στέγη και τροφή.

-Πρώτη φορά παραδέχεσαι το ποτό ως εξάρτημα, ως εξάρτηση, ως δεκανίκι. Βασικά πρώτη φορά μιλάς σαν να αναλαμβάνεις εσύ την ευθύνη. Ενδεχομένως το να ρίχνεις τις ευθύνες αλλού ήταν ένα ακόμη δεκανίκι στη ζωή σου. Τουλάχιστον εγώ ως θεατής της ιστορίας σου έτσι το αντιλαμβάνομαι.

-Δεν ξέρω τι λες.

-Και μόνο που χαμογελάς έτσι, ξέρεις πολύ καλά για τι μιλάω. Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος;

-Για όλα. Για όλους. Μεταξύ μας όμως,  με μένα τα ‘χω. Βλέπω κάτι τύπους στο σούπερ μάρκετ που το πρόσωπό τους λάμπει από υγεία σαν νέον τη νύχτα. Και μη μου πεις ότι ποτέ δεν ξέρω. Γιατί ξέρω. Κι αν μπορούσαν θα το διαβεβαίωναν και οι ίδιοι. Ζωές σε τάξη, ζωές ρυθμισμένες, χαμόγελα στον αυτόματο. Όχι, δεν τους κατακρίνω. Απλά μ’ ενοχλούν όπως το φως τα κουνούπια. Ο εαυτός μου μ’ ενοχλεί, βασικά, που δεν είχα και δε θα έχω ποτέ αυτή τη γαλήνη που έχουν οι φάτσες τους. Με μένα τα’ χω που δεν τους μοιάζω και κουβαλώ το χαλασμένο κομμάτι του εαυτού μου σαν μεταλλικό προσθετικό μέλος. Ακόμη και το χιούμορ τους είναι λευκό σαν το χιόνι. Λαμπερό. Ενώ εμένα είναι σκοτεινό και σαρκαστικό. Κοιμούνται ήρεμα, ξυπνάνε ήρεμα, ζουν ήρεμα και πεθαίνουν ήρεμα. Χωρίς βάρη, χωρίς παρελθόν, χωρίς γαμημένα χρόνια, χωρίς να κατηγορούν τίποτα και κανέναν. Ούτε μούτρα, ούτε νεύρα, ούτε ποτά.

-Μα εάν δεν υπήρχαμε εμείς, δε θα έλαμπαν τόσο οι άλλοι. Δες το κι έτσι Νίκο. Οφείλεις στον εαυτό σου να ξεθυμώσεις. Να ξεθυμώσεις και να χαλαρώσεις μαζί. Συγχώρεσέ τους για τα «γαμημένα χρόνια», δε φταιν εκείνοι. Δε φταίνε πλέον εκείνοι. Εάν κανείς δεν μπορεί να γίνει σπόνσορας της όποιας ευτυχίας σου, κανείς δεν υπήρξε και χορηγός  των δεινών σου. Είναι τόσο απλές οι απαντήσεις σε όλα. Αυτό που τρώω κι αυτό που πίνεις δεν είναι παυσίπονο, δραπέτευση είναι. Κι όταν ξυπνάμε την άλλη μέρα βρισκόμαστε πάλι πίσω στην θλίψη και τη μοναξιά. Με μεγαλύτερη κάθε φορά ποινή, σαν τιμωρία γι’ αυτό που κάναμε. Δε θα σου πω ποια είναι η λύση. Θα σου θυμίσω μόνο πως λύση υπάρχει μόνο αν υπάρξει παραδοχή. Όσον αφορά τον έρωτα, την κατάντια που λέγαμε παραπάνω αλλά και την αυτοεξορία μας ως προτεινόμενη λύση, πάλι δεν έχω συμβουλή. Ειδικός δεν είμαι. Το πρωί τυχαία έπεσα σε μια φράση σ’ ένα βιβλίο. «Ο έρωτας βρίσκεται στην εξαίρεση.» Αν δεν κινηθείς μέσα σε όλα τα παραπάνω, αν δεν περπατήσεις ανάμεσα σε όλους εκείνους που δε θυμούνται πλέον ούτε τ’ όνομά σου, πώς θα συναντήσεις την εξαίρεση; Άλλο με καίει να σε ρωτήσω όμως. Ακόμη κι αν στο δρόμο σου βρεθεί η εξαίρεση, εσύ θα μπορέσεις να το νιώσεις; Θα μπορέσεις να την αναγνωρίσεις;

Ξαφνικά ο Νίκος ένιωσε πλήρης. Ένιωσε μια γαλήνη μα και την ανάγκη να φύγει, σαν κάτι να είχε ολοκληρωθεί. Σα να πήρε και ο ίδιος μα και η Άννα όλα όσα μπορούσαν να πάρουν από εκείνη τη συνάντηση.  Ένιωσε γαλήνη μα κι ευγνωμοσύνη. Μα κι ένα ακόμη συναίσθημα. Ακατάσχετη λαχτάρα να βρεθεί κάπου αλλού. Την ευχαρίστησε, την αποχαιρέτησε κι έφυγε βιαστικά. Πλέον όλα ήταν ξεκάθαρα. Εκείνη τη στιγμή μόνο ένα μέρος υπήρχε για εκείνον.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα