Οι πρώτες μέρες τη βρήκαν να ακροβατεί μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Είχε τόσα να κάνει, τόσα να τακτοποιήσει. Νέα πόλη, νέοι ρυθμοί, νέα καθημερινότητα. Το σπίτι που είχε κλείσει ήταν ό,τι έπρεπε για εκείνη. Ένα φωτεινό δυάρι μεταξύ κέντρου – απόκεντρου. Τόσο-όσο κοντά στη δουλειά της, τόσο-όσο μακριά για να της εξασφαλίζει την ησυχία της. Θα ήθελε χρόνο να προσαρμοστεί. Το ήξερε.

Οι πρώτες νύχτες σε αυτή την πόλη ήταν και οι πρώτες – μετά από καιρό– που μπόρεσε να κοιμηθεί σαν άνθρωπος. Ήταν τέτοια η κούραση που είχε περάσει που έσβηνε μόλις το κορμί της ξάπλωνε στο διπλό κρεβάτι. Έβγαλε όλα τα πράγματα από τις κούτες και πάλευε να βρει τη σωστή γωνιά για καθένα από αυτά.

Λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο αριστερά. Όλα τα βόλεψε. Λες και καθένα ήξερε που έπρεπε να τοποθετηθεί. Στο κομοδίνο της έβαλε τη φωτογραφία τους από τις πρώτες τους διακοπές. Εκείνη που τον είχε πασαλείψει με μια φέτα καρπούζι κι εκείνος πάλευε να τη φιλήσει για να την κάνει χάλια. Χαμογέλασε με τη σκέψη της.

Πόσος καιρός πάει από τότε; Πέντε χρόνια σίγουρα. Νεράκι κύλησε ο χρόνος. Και πώς θα μπορούσε διαφορετικά αφού μόνο ωραίες στιγμές είχαν ζήσει οι δύο τους. Της ήταν δύσκολο να τον ξεχάσει. Ακόμη πιο δύσκολο να του κρατήσει κακία που την παράτησε κι έφυγε.

 

Σε όλα του απρόβλεπτος απ’ την πρώτη στιγμή. Έτσι τον γνώρισε πέντε χειμώνες πριν. Είχε βγει με τις φίλες της σε ένα μπαράκι της περιοχής για ένα χαλαρό ποτό. Εκείνος δεν άργησε να την εντοπίσει και προσπάθησε να την προσεγγίσει ουκ ολίγες φορές αλλά όλες του οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό. Εκείνη σκέφτηκε πως είναι ο κλασικός barman που το παίζει γόης και τον αγνόησε. Μέχρι που ζήτησε να μάθει ποιο είναι το αγαπημένο της τραγούδι και τόλμησε να αρπάξει το μικρόφωνο και να το τραγουδήσει στην πιο φάλτσα εκδοχή του.

Ακολούθησαν γέλια μέχρι δακρύων και ο κύβος ερρίφθη. Η Ειρήνη και ο Κώστας ήταν πλέον μαζί. Φοιτητές κι οι δύο στο τελευταίο έτος της σχολής τους, με τον Κώστα να δουλεύει ως barman τις νύχτες στο στέκι της παρέας. Από άγνωστοι έγιναν αυτοκόλλητοι. Δεν περνούσε μέρα που δεν ήταν μαζί. Θαρρείς και ζούσαν τον απόλυτο έρωτα. Κι αν τους ρωτούσες τότε κι οι δύο το ίδιο θα σου απαντούσαν με μία φωνή.

Συζητήσεις επί συζητήσεων. Ήθελαν να μάθουν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Ένιωθαν πως έχαναν χρόνο. Ποτέ δεν τους έφτανε η ώρα. Τόσα να πουν κι άλλα τόσα να κάνουν. Ατελείωτες νύχτες που τους βρήκε μαζί το ξημέρωμα. Απορίες, γέλια, ερωτικές ιστορίες του παρελθόντος. Ανεξάντλητη η θεματολογία τους. Κι έπειτα έπρεπε να αποχωριστούν. Είχαν κι άλλα πράγματα να κάνουν πέρα απ’ το να ζουν τον έρωτα τους.

Εκείνος επικίνδυνα ξεροκέφαλος, εκείνη ζηλιαρόγατα. Κι όπως όλα τα μεγάλα πάθη, έτσι και το δικό τους είχε συχνά εντάσεις. Πολλές οι φορές που χώρισαν κι άλλες τόσες που δεν μπόρεσαν να κρατηθούν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Ένα βράδυ απ’ τα πολλά που ο χωρισμός τους ήταν τελεσίδικος, της ζήτησε να κατέβει κάτω απ’ το σπίτι της για να μιλήσουν.

Κάπου ανάμεσα σε φωνές και κλάματα, της έδωσε ένα μπρελόκ και της ζήτησε να πάει να μείνει μαζί του. Δέχτηκε. Οι φίλοι το βρήκαν φυσιολογικό. Οι δικοί της το αποδέχτηκαν θέτοντας έναν όρο. Να μη φόρτωνε τις σπουδές της στον κόκορα.

Νοέμβρη του 2010 μπήκανε στο διαμέρισμα. Λιγοστά έπιπλα για αρχή. Λίγα απ’ τα δικά της, λίγα απ ‘τα δικά του κι άλλα τόσα που πήραν από κοινού στην πορεία. Η συγκατοίκηση δεν ήταν εύκολη. Ποτέ δεν είναι. Παραξενιές, χούγια, οικονομικές δυσκολίες. Πέρασε καιρός να βρούνε τα πατήματά τους. Έπιασαν και οι δύο δουλειά, πήραν τα πτυχία τους κι έκαναν σχέδια για το μέλλον. Όλα μέσα σε εκείνο το σπίτι.

Τρία χρόνια έμειναν εκεί μαζί. Άλλα δύο η Ειρήνη μόνη της. Δεν της ήταν εύκολο να φύγει από εκεί μέσα. Πίστευε πάντα πως αν γυρνούσε εκείνος, έπρεπε να τη βρει εκεί. Πόσα βράδια τον περίμενε. Πόσα τηλεφωνήματα αναπάντητα. Πάει καιρός που δεν την έχει πάρει κι εκείνος ένα τηλέφωνο. Ίσως είναι ακόμη θυμωμένος μαζί της. Ίσως να χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμη.

Κι εκείνη κουράστηκε να περιμένει. Του μίλησε πολλές φορές κι άλλες τόσες του ζήτησε συγγνώμη. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Κάθε μέρα που έκλεινε την πόρτα πίσω της, έκλαιγε και παρακαλούσε να γυρίσει. Δύο χρόνια τον περίμενε. Δύο χρόνια κλεισμένη στον εαυτό της να σκέφτεται και να κατηγορεί, να κάνει εικασίες και πιθανά σενάρια. Τι θα είχε γίνε αν..

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου σπάει την ησυχία του δωματίου της. Περασμένα μεσάνυχτα. Στην οθόνη γράφει Άγγελος. Τι να θέλει τέτοια ώρα;

«Άγγελε;»

«Έλα Ειρήνη. Άνοιξε μου. Είμαι από κάτω.»

«Μα σου έχω εξηγήσει.»

«Πέντε λεπτά θα μείνω. Πρέπει να μιλήσουμε.»

Έμεινε να περιμένει σε ένα βουβό ακουστικό. Η απάντηση ήρθε με το χαρακτηριστικό ήχο από το θυροτηλέφωνο. Έσπρωξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Απόψε θα ζητούσε απαντήσεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη