Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Ο Άντριου ήθελε να μάθει τα πάντα για τον πυροβολισμό. Η Έμμα έβγαλε απ’ το μυαλό της τις λεπτομέρειες και τον τάισε σταγόνες ουίσκι για να μαλακώσει το βήχα του. Έβαζε μουλωχτά και δικό της στην κουζίνα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε εύκολα και το πρωί ο πυρετός του είχε υποχωρήσει. Τα μάτια του αποκτούσαν ακρίβεια κι ο βήχας του κροτάλιζε λιγότερο. Από ‘κει και πέρα άρχισε να γίνεται όλο και καλύτερα και το μπουκάλι του ουίσκι άρχισε να αδειάζει.

Εκείνες τις μέρες η Έμμα σπανίως έτρωγε μόνο έπινε πλάι στο παράθυρο, βοηθούσε τον Άντριου με το υπόστεγο και κοιμόταν βαθιά για ώρες. Αυτός ανακτούσε τις δυνάμεις του ενώ τα φορέματα της στην ντουλάπα μάζευαν σκόνη.

Η κυρία Κοξ έφερε λίγο βραστό. Μύριζε σαν ξύδι κι ήταν καφετί σαν τους λόφους της πόλης. «Όπως το έφτιαχνε η μητέρα μου», είπε ο Άντριου καταβροχθίζοντας. Ακόμα δεν είχαν μιλήσει για το χρυσό. Τα πάντα ήταν όπως πριν εκτός του ότι οι μέρες μεγάλωναν, οι νύχτες μίκραιναν κι η ζωή της αυτοδιαγραφόταν στιγμή τη στιγμή που περνούσε.

Ο Άντριου πήγαινε στη δουλειά, πήγαινε στα σαλούν κι όταν επέστρεφε κάθε μέρα τσέκαρε το πάτωμα. «Νιώθω ότι μου δόθηκε καινούργια ζωή», θα φώναζε σκοντάφτοντας στην πόρτα. «Απλά περίμενε και θα δεις πόσο τέλεια θα έρθουν όλα, κορίτσι μου». Ύστερα την άρπαζε και την έσπρωχνε στο κρεβάτι.

Όταν έλειπε, η Έμμα έπινε το τσάι της με το φάρμακο κρυφά και λίγο ουίσκι και κοιτούσε στο παράθυρο για τον Φίντι. Είχε περάσει ακριβώς ένας χρόνος απ’ τον ετήσιο χορό και την πρώτη φορά που ο Φίντι της άγγιξε το χέρι κι ο κόσμος είχε κάνει κι αυτός μια πλήρη ετήσια περιστροφή σαν να χόρευε κι ο ίδιος.

Κάθε μέρα έραβε κι έραβε, ενώ συνέχιζε να αδυνατίζει κι έπρεπε και να τα στενεύει. Είχε αγοράσει ένα κρινολίνο από δεύτερο χέρι που άπλωνε τη φούστα της κάνοντάς τη να μοιάζει με βασίλισσα. Ο Άντριου έπρεπε να δουλεύει διπλοβάρδιες για να αναπληρώσει εργατοώρες από όταν ήταν άρρωστος κι έτσι δεν μπορούσε να πάει στο χορό μαζί της. Την παρακολουθούσε, όμως, που ετοιμαζόταν.

Έδενε τον κορσέ της με τόση δύναμη που σχεδόν πήρε όλο τον αέρα από μέσα της. «Δε θέλω χορούς με τον Ιταλό», είπε. «Ζηλιάρης», απάντησε αυτή. Ο Άντριου την έπιασε απρόσεκτα απ’ το μπράτσο. «Το εννοώ, Έμμα». «Εντάξει», του είπε.

Ένιωθε ότι όλα τα μάτια τη διαπερνούσαν όταν μπήκε στην αίθουσα μόνη. Ο εκφωνητής δεν είχε αρχίσει ακόμη. Υπήρχε απλά μια παλιά μπάντα στη σκηνή η οποία σκαρφίζονταν μελωδίες εγχόρδων. Ο Φίντι την πλησίασε από πίσω και την κάλεσε για χορό παίρνοντας το ποτήρι που κρατούσε απ’ τα χέρια της.

«Δε μου επιτρέπεται να χορέψω μαζί σου», του είπε. Γέλασαν κι οι δυο. Το μυστικό ανάμεσά τους πάλλονταν σαν την επίμονη καρδιά ενός νεογέννητου. Χόρεψαν μέχρι που η Έμμα έμεινε από ανάσα. Έπιασε τους φίλους του Άντριου απ’ το ορυχείο να τους ρίχνουν περιστασιακές ματιές. «Να πάτε στο διάολο» τους είπε με το νου της στην παχιά, χοντροκομμένη διάλεκτο που μιλούσαν στην κομητεία Ντόνεγκαλ. Από ‘κει όπου καταγόταν ο Άντριου. Την έλεγαν αλλιώς «Το οχυρό των ξένων» χωρίς κανείς να θυμάται ακριβώς την προέλευση αυτής της ονομασίας στην επαρχία του Όλστερ. «Αύριο», είπε η Έμμα. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;» ρώτησε ο Φίντι. Για την Έμμα, όντως, δεν υπήρχε.

Όταν ο Άντριου γύρισε σπίτι απ’ τη διπλοβάρδια η Έμμα έκανε πως κοιμόταν, αλλά δεν την είχε πάρει ο ύπνος λεπτό. Οι αχτίδες του ηλίου τη σήκωσαν ευγενικά το επόμενο πρωί. Μια μέρα γεμάτη τιτιβίσματα πουλιών και πιθανότητες. Ο Άντριου ήδη ντυνόταν για να ξαναπάει στη δουλειά. Του έφτιαξε πρωινό και τον φίλησε στο μέτωπο καθώς έβγαινε απ’ την πόρτα.

Στο γραφείο του σερίφη μίλησε πολύ σοβαρά. Έκλαψε. Ήταν αληθινά δάκρυα. Είχε ορκιστεί στη μητέρα της. «Τον αγαπάω τον άντρα μου», έλεγε. Σε αυτή την πόλη ήταν ο καθένας για την πάρτη του κι ήθελε να καταφέρει να τραβήξει ένα λαχνό σε μια πραγματική ευκαιρία. «Όλοι κοιτάνε τον εαυτό τους. Ήταν ξεκάθαρο αυτό από όταν πάτησα σε αυτό το στείρο μέρος. Ποτέ δε ζήτησα να αναμειχθώ σ’ αυτό», είπε στο σερίφη. Τον διαβόητο Τέρνερ.

Εκείνη τη νύχτα μαγείρεψε σαν να είχαν γιορτή. Ιρλανδέζικο βραστό χόχλαζε στην κατσαρόλα. Σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό όταν ο Άντριου μπήκε σπίτι με το πρόσωπο κόκκινο και τα μάτια να γυαλίζουν. Της φαινόταν σχεδόν όμορφος. Τον είχε αγαπήσει μια φορά, θυμόταν. Είχε αγαπήσει ένα ψέμα, αλλά θα το ξαναγαπούσε το ίδιο.

«Κοίτα, κοίτα τι όμορφη που είσαι», αναφώνησε προσγειώνοντας ένα φιλί στο λαιμό της. Έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι ουίσκι. «Βάλε μου και μένα ένα»,  του είπε η Έμμα. Για μια στιγμή μπλόκαρε, όμως, μόρφασε ευχαριστημένος και πήρε ένα δεύτερο ποτήρι απ’ το ράφι.

Μόλις άφησε το ποτήρι στο τραπέζι ένας δυνατός και βαρύς θόρυβος ακούστηκε στην πόρτα. Ο Άντριου άνοιξε κι ήταν ο σερίφης με ένα ένταλμα. Το πρόσωπο του χλόμιασε. Η κατσαρόλα άρχισε να βγάζει καπνό αι η Έμμα την πήρε απ’ τη φωτιά. Παρακολουθούσε με τρόμο όσο ο σερίφης έχωνε τη μύτη του εδώ κι εκεί αναποδογυρίζοντας τηγάνια, ανοίγοντας τσουβάλια με αλεύρι και πατάτες. Όταν, όμως, βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα πήγε κατευθείαν στη σανίδα στο πάτωμα που του είχε περιγράψει η Έμμα. Ήταν εύκολο να εντοπιστεί. Ήταν χαλαρή στις άκρες από όλες τις φορές που ο Άντριου ταχτάριζε το χρυσό σαν μωρό.

«Τι στο διάολο;», φώναξε απορημένος ο Άντριου κοιτώντας μόνο την Έμμα. Αυτή άρχισε να τρέμει από ντροπή κι ανησυχία. «Καημένε, Άντριου, γιατί διάλεξες εμένα; Θα μπορούσες να είχες διαλέξει την οποιαδήποτε», σκέφτηκε. Σύντομα θα άκουγε τη θραύση του λαιμού του στην κρεμάλα κι αναρωτήθηκε τι ήχο θα έκανε. Το πάτωμα έτριζε κάτω απ’ τις μπότες του σερίφη καθώς σήκωνε τη σανίδα. «Όχι!» φώναξε η Έμμα με δάκρυα στα μάτια. «Άντριου!», ούρλιαξε. Ο σερίφης κοιτούσε γύρω ψαχουλεύοντας με χέρια και μάτια. Η Έμμα έτρεξε σε αυτόν. «Όχι, όχι!» φώναζε έχοντας πέσει στα γόνατα. Είχε μετανιώσει και θα τα έπαιρνε όλα πίσω την ίδια στιγμή.

Όμως τότε πρόσεξε ότι η κρυψώνα ήταν άδεια. Τίποτα μέσα της παρά μόνο χώμα και το κουρέλι που τύλιγε το χρυσό. Ο σερίφης ξαφνιάστηκε κι ύστερα την κοίταξε αμήχανος. «Λοιπόν, ε, λάθος μου. Δικό μου λάθος, Άντριου. Με συγχωρείς», του είπε χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. «Καλό βράδυ, Έμμα», συνέχισε βάζοντας το καπέλο του και βγήκε έξω απ´την πόρτα τους.

Ο Άντριου στεκόταν ακούνητος κι η Έμμα κοίταζε έντονα το πάτωμα. Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν το κενό κάτω απ’ τις σανίδες συγκρίνοντάς το με το κενό στο θάρρος της. Τελικά βρήκε το νεύρο να σηκώσει το βλέμμα. «Ευτυχώς», είπε. Δύσκολα θα περνούσε για ψίθυρος αυτό που ξεστόμισε. Ο Άντριου την κοίταξε με ένα μακρόσυρτο σκοτείνιασμα. Είχαν κι οι δυο ολόκληρο τον αληθινό κόσμο στοιβαγμένο μέσα στους λαιμούς, στις κοιλιές και στην αμυδρή πρόχειρη καλύβα τους.

Η Έμμα έστρεψε πάλι το βλέμμα άλλου. Ήταν ακόμα στα γόνατα όταν ο Άντριου πήρε την κατσαρόλα με την αγαπημένη του σούπα και την έχυσε κάτω δίπλα της. Η κατσαρόλα έκανε ένα γδούπο και κουδούνισε όταν βρήκε το έδαφος. Το περιεχόμενό της την πιτσίλισε σε όλη της την έκταση καψαλίζοντας τα μπράτσα της, τα πόδια και το πρόσωπό της.

Καθόταν ακόμα στην ίδια μεριά πασαλειμμένη με κομμάτια βοδινού, λάχανο και μαλακές πατάτες ενώ ο Άντριου ούρλιαζε χτυπώντας τα πόδια του. Άρπαξε τα καλά της φορέματα απ’ τις κρεμάστρες κι άρχισε να σκίζει και να τα πατάει τρίβοντας τα πάνω στη χυμένη σούπα με τις μπότες του. Τραβούσε με μανία τις σφιχτά ραμμένες ραφές με τα δόντια του. Οι χάντρες κι οι πούλιες σκόρπισαν στον αέρα σαν σε γιορτή. Μετά πήρε τον καθρέφτη της μητέρας της απ’ τη θέση του στο ράφι. «Κοίτα, τι είσαι κοίτα», ούρλιαζε κρατώντας τον καθρέφτη μπροστά στο πρόσωπό της. Τον σήκωσε πάνω απ’ το κεφάλι του σαν να ήθελε να τον σπάσει πάνω της. Η Έμμα τον κοίταζε στα μάτια ικετεύοντας να το κάνει, αλλά ο Άντριου απλά άφησε τον καθρέφτη να πέσει. Χτύπησε στο πάτωμα, αλλά δεν έσπασε κι ο Άντριου έφυγε απ’ το σπίτι. Κομμάτι-κομμάτι σκούπισε τη σούπα απ’ το πάτωμα με τα κουρέλια των φορεμάτων της. Η Έμμα, τα φορέματα κι η σούπα σε ένα υγρό λασπώδη σωρό.

Ύστερα σηκώθηκε όρθια, άρπαξε τον καθρέφτη, φόρεσε ένα σάλι, άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να τρέχει. Τα πόδια της αναπηδούσαν αδέξια στο έδαφος μέχρι που έφτασε στο σπίτι του Φίντι το οποίο ήταν σκοτεινό. «Πού να πήγε; Τώρα εγώ που να πάω;», σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να περιμένει εκεί. Ο Άντριου θα έστελνε το συρφετό του να βάλει φωτιά από στιγμή σε στιγμή κι αν την έβρισκαν εκεί θα την κατασπάραζαν. Πού ήταν ο Φίντι;

Ο χρυσός κι όλα τα ελπιδοφόρα πράγματα είχαν εξαφανιστεί πάλι. Γύρισε πίσω κι άρχισε να κατευθύνεται προς το αστυνομικό τμήμα, σκεπτόμενη να ικετεύσει το σερίφη για βοήθεια. Το τμήμα είχε όλα τα φώτα αναμμένα, γεμάτο ένα αμφιβόλου ποιότητας πλήθος. Σκέφτηκε ότι ήταν λόγω κι άλλου πυροβολισμού, αλλά άκουσε να μουρμουρίζουν τα ονόματά τους. Άντριου, Έμμα, Φίντι. Στάθηκε παραπέρα απ’ το πλήθος στις σκιές, αλλά στο γραφείο του σερίφη είδε ότι στεκόταν ο Φίντι με χείλος ματωμένο, τα χέρια του δεμένα πίσω, χωρίς καπέλο, με ανακατεμένα μαλλιά και τη μια του τιράντα να κρέμεται κομμένη.

Η καρδιά της πιάστηκε σε όλες της τις κατευθύνσεις όταν είδε τον Άντριου να δείχνει το κρανίο του Φίντι. «Έκλεψε το χρυσό απ’ το ορυχείο, προσπάθησε να τα ρίξει όλα σε μένα κι έκλεψε και τη γυναίκα μου», φώναζε ο Άντριου. Δίπλα του ήταν ο προϊστάμενος του κι ο μπάρμαν από εκείνη τη μέρα του πυροβολισμού. «Έχω μάρτυρες» ούρλιαζε υψώνοντας όσο μπορούσε τη φωνή φτύνοντας σάλια στον αέρα. Ο Φίντι ικέτευε να εισακουστεί. «Δεν είναι αλήθεια. Τίποτα δεν είναι αλήθεια!» Απαίτησε να μιλήσει με δικηγόρο, αλλά το πλήθος του απάντησε με φωνές και γέλια.

Ήταν ένας πλούσιος άντρας κι επέμενε ότι δεν είχε λόγο να κλέψει. «Δεν έχω ανάγκη το χρυσό σου κι απολύτως καμία ανάγκη την αξιολύπητη γυναικούλα σου», είπε υποτιμητικά. Έπρεπε να το πει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Όμως οι λέξεις διογκώθηκαν στο αέρα κι άρχισαν να πιέζουν την Έμμα απ’ το στομάχι σα να ήθελαν να την ισοπεδώσουν. Ο σερίφης άρπαξε τον Φίντι και τον έσυρε στα κρύα σκοτεινά κελιά. «Κρεμάστε τον!», ακούστηκε ο Άντριου και το πλήθος άρχισε να ωρύεται συμφωνώντας.

Η Έμμα γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και ξαναέτρεχε γλιστρώντας πάνω στο λεπτό πάγο. Φανταζόταν τον όχλο πίσω της να πλησιάζει. Ο Φίντι σε κελί! Η κρύα λεπτή νύχτα τρυπούσε τα μάτια, τα αυτιά και το λαιμό της. Αν περνούσε του Άντριου θα τον πήγαιναν σε δίκη και θα τον κρεμούσαν. Ο λαιμός του Φίντι θα ακουγόταν σαν κρυστάλλινο βάζο που θρυμματίζεται στο πάτωμα.

Κι αυτή τι θα γινόταν; Δεν είχε καθόλου χρήματα κι υπήρχε μόνο ένας δρόμος μπροστά της.

Οι σειρές απ’ τα κόκκινα φώτα εμφανίστηκαν στη θέα της. Ηχούσαν οι νότες του πιάνου και τα χαχανητά. Χτύπησε την πόρτα. Μέχρι να της ανοίξουν για λίγο, στην αντανάκλαση του κόκκινου που φώτιζε γύρω κοιτάχτηκε στο μικρό καθρέφτη της. Είδε αυτή και τον Φίντι σαν προσεκτικά τυλιγμένα κομμάτια θησαυρού θαμμένα κάτω από ένα κόκκινο πλατάνι. Οι ρυθμοί απ’ τις καρδιές τους γινόταν αργοί. Η πείνα τους μαλάκωνε. Το νωπό χορτάρι τους γαλήνευε. Θα έμεναν εκεί για ώρες ή για χρόνια τόσο όσο να γίνουν αυτοί τα λουλούδια. Το χέρι του πάνω στο δικό της τόσο διακριτικό και τόσο στη θέση του. Θα τάιζαν τη γη απ’ την προέκτασή τους. Τα πρόβατα κι οι αλεπούδες θα μάθαιναν τη γεύση τους. Τα έντομα θα διεκδικούσαν κι αυτά το μερίδιο τους απ’ τα κοράκια. Δε κουνιόταν ούτε ίντσα μέχρι που η σάρκα τους να κρυώσει. Θα τους έβρισκαν σε μια εβδομάδα ή μετά από καιρό όταν θα ζέσταινε και το κοπάδι θα έδειχνε φόβο αντικρίζοντάς τους. Όμως δε θα είχε μείνει τίποτα από αυτούς εκεί. Βρισκόταν πια πίσω στο σπίτι, μαζί.

Η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο κι η ζέστη, ο ιδρώτας κι η μουσική ξεχύθηκαν απ’ το εσωτερικό του σπιτιού. «Βοήθησέ με», είπε η Έμμα. «Σε παρακαλώ» Η Ίζαμπελ στάθηκε μπροστά της με το πράσινο βελούδινο της φόρεμα μπλοκάροντας την πόρτα. Χαμογέλασε πλατιά, μοστράροντας τα δόντια της λευκά καθαρά γυαλιστερά σαν ακριβά πράγματα. Η Έμμα άπλωσε το χέρι και της έδωσε το καθρέφτη σαν πληρωμή. Η Ίζαμπελ σήκωσε τα φρύδια της και την εξέτασε από πάνω μέχρι κάτω. Της πήρε τον καθρέφτη απ’ τα χέρια και την έβαλε μέσα.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη