Σηκώθηκε κρυώνοντας απ’ το κρεβάτι της και κοίταξε το παράθυρο. Μόλις που είχαν αρχίσει οι πρώτες ακτίνες του ήλιου να γαργαλάν τους σκεπασμένους με χιόνι δρόμους. Λευκή μέρα, σκέφτηκε και κοίταξε το ρολόι της. Είχε ακόμα μισή ώρα για ύπνο, πριν την αναγκάσουν οι υποχρεώσεις να σηκωθεί. Με ποια δύναμη, αναρωτήθηκε κι έκανε ένα ζεστό καφέ, έτσι για ν’ απασχολεί το μυαλό της.

Η Αθηνά, ετοιμάστηκε και όπως πάντα ήταν σωστή στην ώρα της για τη δουλειά. Πήγε, άνοιξε το μαγαζί, έκανε τις ρουτινιασμένες πλέον δουλειές και περίμενε τους πελάτες για να τους εξυπηρετήσει, πάντα με χαμόγελο.

Ήταν μεγάλο χαρακτηριστικό το χαμόγελό της, κάποτε. Όλοι το σχολίαζαν και το θαύμαζαν. Μία φίλη, της έλεγε πως το χαμόγελό της, φώτιζε και τις πιο μουντές μέρες. Τους έδινε ελπίδα και τους ανέβαζε το ηθικό. Λάτρευαν να την ακούν να γελάει. Τους νοστάλγησε, πολύ. Κάθε μέρα, από τότε που έκανε την επιλογή να χαθεί απ’ αυτούς εν ονόματι του έρωτα.

Τα παράτησε όλα, ξελύθηκε, νόμιζε πως θα κυριαρχήσει τον κόσμο. Μαζί του πάντα, πιστή ακόλουθος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς ενδοιασμούς ή τύψεις, παράτησε οικογένεια, φίλους, σπουδές, όλα γι’ αυτόν. Γι’ αυτόν που της έκλεψε τη καρδιά κι εν τέλει και το χαμόγελό της.

Βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή και καταριέται πλέον, γι’ αυτό της το λάθος. Ναι, αποδέχτηκε το λάθος της και ζει με αυτό. Τη στοιχειώνει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Σαν μία φυλακή, απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει.

-Καλημέρα σας, είπε ο πρώτος πελάτης που μπήκε μέσα, αλλά η Αθηνά ήταν τόσο βυθισμένη στο παρελθόν, γι’ ακόμα μία φορά, που δεν άκουσε ούτε το καμπανάκι της πόρτας.

-Καλημέρα σας, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

-Περιμένω μία φίλη, είπε ο κορδωμένος άντρας, με τα διαπεραστικά πράσινα μάτια. Τόσο διαπεραστικά, που την έκαναν να σκύψει το κεφάλι της από ντροπή.

Μετά απ’ όλα όσα είχε περάσει, φοβόταν μόνο στην ιδέα να  γνωρίσει κάποιον.

-Μπορείτε να καθίσετε σε όποιο τραπέζι θέλετε και θα σας φέρω το καφεδάκι σας. Πείτε μου ακριβώς πώς τον πίνετε;

-Ένα διπλό γλυκό ελληνικό…και σ’ ευχαριστώ.

Της χαμογέλασε κι η Αθηνά αποσυντονίστηκε. Συνήλθε όμως γρήγορα κι έβαλε μπρος τον καφέ να βράζει. Πολλές σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό της, καθώς ετοιμαζόταν ο καφές. Οι μυρωδιές τη γέμιζαν με αναμνήσεις, που για κάποιο λόγο τις μπέρδευε με το τώρα.

Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που της έκανε τόση εντύπωση; Γιατί να το πάθει αυτό, έτσι ξαφνικά; Μπα, σκέφτηκε, όλα στο μυαλό της θα είναι. Δεν έκανε δα και κάτι, απλά ήταν ευγενικός.

Πάνω που ήταν έτοιμος ο καφές και πήγε προς το μέρος του να τον σερβίρει, ξαναχτύπησε το καμπανάκι της πόρτας. Αυτή τη φορά όμως, στη θέση της κορμοστασιάς του γοητευτικού άντρα, ξεπρόβαλε μέσα απ’ το κατάλευκο τοπίο, μία γυναίκα.

Εντυπωσιακή, είναι το πιο ταπεινό επίθετο που θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει γι’ αυτήν. Όχι πολύ ψηλή, ντυμένη στα λευκά, με τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της να φτάνουν μέχρι τη μέση της. Το δέρμα της λευκό κι επίκαιρο και φυσικά κατευθυνόταν προς το μέρος του.

Σαν να το ήξερε. Ένα μικρό χαμογελάκι, σχηματίστηκε στο πρόσωπό της και σήκωσε το βλέμμα της να κοιτάξει τη σαγηνευτική γυναίκα.

Μα σαν την είδε, πάγωσε. Ένιωσε ξαφνικά μέσα στο στέρνο της έναν κόμπο, πολύ περίεργο, δεν το είχε ξανά νιώσει. Ένιωθε την αύρα της στο χώρο πως της είναι γνώριμη από κάπου. Σαν να είδε νεκρό και πάλι να ζωντανεύει. Ο τρόπος που κουνιόταν, ο τρόπος που περπατούσε, της φαινόταν όλα γνώριμα.

-Ένα διπλό espresso σε παρακαλώ, της είπε και της χαμογέλασε κι αυτή. Όμορφο και το χαμόγελό της, παρατήρησε και πήγε γρήγορα να φτιάξει τον καφέ της.

Καθώς έβαλε μπρος τη μηχανή, έψαξε βαθιά μέσα στο μυαλό και στις αναμνήσεις της, για να θυμηθεί από πού στο καλό την ήξερε. Πήγε πολύ πίσω, σε εποχές που είχε ξεχάσει επίτηδες, σε εποχές που δεν ήθελε να θυμάται, γιατί ήξερε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίσει εκεί. Και κάπου εκεί ανάμεσα στις χαοτικές αναμνήσεις και στην όψη της κοπέλας, της ήρθε ένα και μόνο όνομα. Σοφία.

Ανατρίχιασε ολόκληρη. Αυτό το όνομα της θύμιζε πολλά. Δεν ήταν όμως και σίγουρη αν όντως ήταν αυτή. Πολλές σκέψεις έτρεξαν στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή. Σκέψεις χαράς και φόβου.

«Θα με θυμάται;», σκέφτηκε και μάζεψε τη δύναμή της και πήγε να σερβίρει τον καφέ της, αποφασισμένη πως θα συστηθεί κιόλας.

-Ορίστε ο καφές σας, είπε χαμογελαστή και με μία λαχτάρα για ένα και μόνο βλέμμα που θα την κάνει να σιγουρευτεί.

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Πάνω στην ώρα, της είπε ευγενικά και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

Τότε η Αθηνά σιγουρεύτηκε για το ποια ήταν η κοπέλα. Την ήξερε καλά. Περισσότερο από καλά. Η Σοφία κι η Αθηνά, είχαν μεγαλώσει μαζί, στη Θεσσαλονίκη. Είχαν μοιραστεί τις πιο ωραίες και αστείες αναμνήσεις. Όλες τις τρέλες μαζί. Ήταν η αδερφή που ποτέ δεν είχε.

-Να σε ρωτήσω κάτι; της είπε αγχωμένη. Είσαι η Σοφία;

-Ναι, Σοφία με λένε. Γνωριζόμαστε από κάπου;

-Από πολύ παλιά για την ακρίβεια. Είμαι η Αθηνά. Πάει καιρός, έτσι;

Εκείνη τη στιγμή, το κλίμα απέκτησε μία ανεξήγητη παγωνιά. Δεν ήξερε η Αθηνά αν την είχε καταλάβει, εάν την είχε αναγνωρίσει. Και φοβόταν αν τελικά την είχε καταλάβει, αν θα ήταν θετικά προσκείμενη προς αυτήν.

Τότε μια τσιρίδα ακούστηκε και την αποσυντόνισε απ’ τις σκέψεις της.

Η Σοφία είχε σηκωθεί όρθια και την αγκάλιαζε, ουρλιάζοντας ότι ήταν η πιο χαρούμενη μέρα της ζωής της.

-Αθηνούλα μου όμορφη, δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει αυτό. Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Δες πώς μεγαλώσαμε. Και ξαφνικά σε βρίσκω εδώ. Μου έχεις λείψει τόσο πολύ και πρέπει να πάμε για καφέ. Έχουμε να πούμε τόσα πολλά. Πότε θα μπορέσεις;

-Αύριο δε δουλεύω, πιστεύω πως μπορούμε να βγούμε για έναν καφέ.

-Ωραία! Αυτός είναι ο αριθμός μου. Πάρε με σε παρακαλώ, σε έχω ανάγκη. Μην τολμήσεις να χαθείς, πάλι. Καλή συνέχεια, πρέπει να φύγω όμως τώρα. Σε φιλώ.

-Καλή συνέχεια, της είπε κι ο όμορφος άντρας, που είχε ξεχάσει πια την παρουσία του.

-Να προσέχετε και θα σε πάρω, της είπε διστακτικά.

Έκλεισε η πόρτα πίσω τους και η Αθηνά έμεινε εκεί να τους κοιτάζει. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Το μόνο που ήξερε, είναι ότι ήρθε ο καιρός να απαντηθούν κάποιες απορίες. Και σίγουρα να κλείσει ένας μεγάλος κύκλος.

Το θέμα είναι, ήταν όντως έτοιμη;

Συντάκτης: Στέλλα Σεπέρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη