Ο αέρας φυσούσε στριφογυριστά κι ήταν λες και κατευθυνόταν κατά πάνω της. Το βαθύ, μα αδύναμο σε ήχο κλαψούρισμά της, παρασυρόταν στον άνεμο κι αντηχούσε σαν τρομακτικό βουητό, που όλο κι ανέβαινε προς τα πάνω.

Δεν έκλαιγε από λύπη που τον έχασε. Ήξερε πως σε λίγες ημέρες θα έφευγε κι αυτή, για να πάει κοντά του. Γι’ αυτό, εξάλλου, πήγαν να ζήσουν στο χωριό των ενωμένων ψυχών, για να πεθάνουν μαζί. Εκεί όπου ο θάνατος του ενός προμήνυε, χωρίς καμιά αμφιβολία, τον θάνατο του άλλου.

Το κλάμα της δεν ήταν ούτε από φόβο για τον επικείμενο και προγραμματισμένο, με μαθηματική ακρίβεια, απ’ την αύρα του χωριού, θάνατό της. Η φοβία της Ελευθερίας ήταν μία κι είχε εξανεμιστεί μόλις πάτησε το πόδι της μαζί με τον Πάτροκλο στο χωριό: Φοβόταν να ζήσει χωρίς εκείνον και φοβόταν επίσης να πεθάνει χωρίς εκείνον.

Κι έτσι, λοιπόν, αποτίναξε μία για πάντα τον φόβο της πηγαίνοντας στο μέρος που έδενε τις ερωτευμένες ψυχές ακόμα και στον θάνατο. Ούτε, φυσικά, της περνούσε απ’ το μυαλό πως θ’ αποτελούσε την εξαίρεση κι ότι μπορεί να μην ακολουθούσε τον αγαπημένο της. Σ’ όλα τα ζευγάρια του χωριού συνέβαινε το ίδιο∙ οι δύο εραστές πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο, για να μη ζήσουν μόνοι. Επρόκειτο για κάτι τόσο βέβαιο όπως και το ότι αύριο ο ήλιος θα πρόβαλλε ξανά κι ότι θα ξημέρωνε μια νέα ημέρα.

Η αλήθεια είναι πως το κλάμα της απευθυνόταν σε μια παράδοξη ανησυχία που την κατέτρωγε και που δεν μπορούσε να προβλεφτεί, δυστυχώς, απ’ τη δύναμη του χωριού: Όταν θα έβρισκε τον Πάτροκλό της στον θάνατο, θα την αγαπούσε και τότε; Ή μήπως ο θάνατος θα σκότωνε και τον έρωτά του; Αν έβρισκε καμία άλλη εκεί, μέσα στις ημέρες που δε θα ήταν αυτή κοντά του κι αν αποφάσιζε να ζήσει το θάνατό του μαζί της;

Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού η Ελευθερία ήταν σαν να αποδεσμεύτηκε απ’ το ονειροπόλημα, στο οποίο ήταν ολοφάνερο πως είχε επιδοθεί, και κοίταξε ξανά την πραγματικότητα. Το φέρετρο του Πάτροκλου είχε καλυφθεί πια με όσο χώμα ήταν απαραίτητο για να σκεπάσει την ανυπαρξία του.

Η Ελευθερία, τότε, έπαψε να κλαίει, από μια αναγκαία τυπικότητα: Σε αυτό το χωριό οι κηδείες έπρεπε να ‘ναι αποδεσμευμένες από κλάματα κι οδυρμούς, αφού δεν επρόκειτο για μόνιμο ή μακροπρόθεσμο αποχωρισμό. Ο ένας δε θα έμενε μόνος του στον θάνατο κι ο άλλος δε θα έμενε μόνος του στη ζωή.Τα πράγματα ήταν απλά κι οι λίγες ημέρες που χώριζαν τον ζωντανό απ’ τον πεθαμένο, δεν ξεπερνούσαν ποτέ τις δύο. Αύριο, λοιπόν, η Ελευθερία θα πήγαινε να βρει τον Πάτροκλο κι έπρεπε να ‘ναι χαρούμενη γι’ αυτό. Κι αν εξαιρεθεί η ανησυχία που ροκάνιζε αθόρυβα τη χαρά της, είναι αλήθεια πως ανυπομονούσε να τον συναντήσει ξανά.

Αφού τελείωσε η κηδεία του Πάτροκλου, η Ελευθερία κινούσε πια για το σπίτι τους. Σε κάθε βήμα της δεν παρέλειπε να κοιτάζει το ρολόι της∙ τόσο πολύ αγωνιούσε να περάσει η ώρα για να πάει να βρει τον αγαπημένο της. Άνοιξε την πόρτα, που δεν την είχε καν κλειδώσει στο φευγιό της, αφού τίποτα και κανένας δε θα μπορούσε πια να την βλάψει. Θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς, ήταν θέμα λίγων ωρών, τι πιο απειλητικό απ’ τον θάνατο θα μπορούσε να μπει στο σπίτι της;

Αφήνοντας την πόρτα, λοιπόν, ολότελα ανοιχτή, έσπευσε να κουλουριαστεί στον καναπέ απέναντί της. Βυθίστηκε στο κάθισμά του τόσο βαθιά κι ανεπίστρεπτα, όσο είχε βυθιστεί και στις σκέψεις της. Τα σγουρά μαλλιά του Πάτροκλου εμφανίστηκαν μπροστά της. Ο αέρας που έμπαινε απ’ την ανοιχτή πόρτα, και που ήταν πέρα για πέρα πραγματικός, κατάφερε να τρυπώσει στη σκέψη της και να παρασύρει τα φανταστικά μαλλιά του αγαπημένου της.

Ήρθε μπροστά της όπως ήταν εκείνη την ημέρα που της είπε να διακόψουν. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που είχε να θυμηθεί την αποτρόπαιη αυτή εικόνα. Ήταν τόσο ψυχρός απέναντί της, τόσο αδίστακτος όταν της έλεγε πως η ζήλια της τον είχε απωθήσει ολοκληρωτικά απ’ αυτήν. «Δεν έχεις ίχνος αυτοπεποίθησης πάνω σου;» της φώναζε, θέλοντας να της δείξει πόσο πολύ την υποτιμούσε πια, που έδειχνε να θεωρεί καλύτερή της κάθε γυναίκα που τον περιτριγύριζε.

Θυμήθηκε πως εκείνη την ώρα δεν του απάντησε κι ότι μέσα της αναρωτήθηκε, μάλιστα, με μεγάλη απορία, πώς γινόταν να μην είχε καταλάβει πως η ζήλια της δεν απευθυνόταν στα προσόντα των γυναικών που συναντούσε. Απλώς, τον θεωρούσε τόσο άξιο, τόσο ανώτερο απ’ όλους τους άλλους, που φοβόταν ότι η ίδια δεν ήταν η καλύτερη επιλογή γι’ αυτόν. Πρόκειται για μια ανησυχία που φανερώνει ανασφάλεια, μα η Ελευθερία δεν υπέφερε απ’ αυτήν. Τον αγαπούσε απλώς τόσο πολύ, που πίστευε πως άξιζε να ‘χει την καλύτερη γυναίκα στο πλευρό του.

Με σκυμμένο το κεφάλι, λοιπόν, τον άκουγε κι επαναλάμβανε ψιθυριστά στον εαυτό της «Μην κλάψεις, μην κλάψεις, μην κλάψεις…». Μόλις ο Πάτροκλος τελείωσε με τις σκληρές κατηγορίες του, η Ελευθερία τον κοίταξε, χωρίς να θέλει να τον εκδικηθεί καθόλου για την ταπεινωτική εικόνα που της καταλόγισε. «Σ’ αγαπώ» του είπε απλώς και τον άφησε να φύγει από κοντά της.

Στους τριάντα δύο μήνες που ακολούθησαν, η θύμηση του Πάτροκλου αντί να εξαφανιστεί, ήταν λες κι ερχόταν επίτηδες μέρα-νύχτα κοντά της. Όχι μόνο δεν είχε σταματήσει να τον αγαπάει, μα κάθε μέρα βεβαιωνόταν και περισσότερο πως η αγάπη της γι’ αυτόν ήταν αδιαμφισβήτητη και πως δεν επρόκειτο να πάψει να υπάρχει ποτέ.

Όταν έμαθε πως ο Πάτροκλος έβγαινε με μια άλλη γυναίκα είχε εξοργιστεί μαζί του, όχι γιατί δε θα μπορούσε να τον συγχωρήσει, αλλά επειδή δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να εξαφανίσει απ’ το μυαλό της την εικόνα του με την άλλη γυναίκα, για να μπορεί να του χαρίσει, στο μέλλον, μια ήρεμη συμβίωση.

Και θα αναρωτιόταν δίκαια κανείς, πώς είναι δυνατόν αφού την είχε παρατήσει τόσο αδίστακτα, η Ελευθερία να φανταζόταν ακόμη πως θα ήταν ξανά μαζί της; Μα, η καρδιά της κάτι παραπάνω ήξερε και την έβαζε σ’ αυτούς τους συλλογισμούς.

Στο ονειροπόλημά της ήρθε, τότε, αναπάντεχα, κάτι που δεν ήξερε, που δεν είχε δει ποτέ και που δε θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να το έβλεπε. Είδε τον Πάτροκλό της, είκοσι χρόνια πριν, να είναι μαζί μ’ αυτήν τη γυναίκα. Κοιμόταν δίπλα του, μα εκείνος καθόταν άγρυπνος, έκλεινε τα μάτια του κι έφερνε μπροστά του την εικόνα της Ελευθερίας. «Αγάπη μου» ψιθύριζε με το που φανταζόταν την ψηλόλιγνη φιγούρα της να του λέει συντετριμμένη «σ’ αγαπώ» όταν την χώριζε. «Αγάπη μου…», δεν μπορούσε να πάψει να μονολογεί, ενώ συγκρατούσε με σθένος τα δάκρυα που του έφερνε η απουσία της.

Η Ελευθερία είχε συγκινηθεί τόσο πολύ βλέποντας πως ο Πάτροκλος δεν την είχε ξεχάσει όταν ήταν με την άλλη, όπως νόμιζε, που συνήλθε απ’ τις σκέψεις της κι ανασηκώθηκε απ’ τον καναπέ. Έπαψε ολότελα, έτσι, να ανησυχεί μήπως και θα τον έβρισκε μ’ άλλη στον θάνατο.

«Αγάπη μου», άκουσε τη φωνή του Πάτροκλου πραγματικά κοντά της αυτή τη φορά. «Επιτέλους» σκέφτηκε αυτή κι άπλωσε το χέρι της στο κενό σαν μαγεμένη.

Την επόμενη ημέρα, η σορός της Ελευθερίας βρέθηκε πεσμένη μπροστά απ’ τον καναπέ. Χαμογελούσε κι είχε, αντίθετα με τους κανόνες της φύσης, την παλάμη του δεξιού χεριού της σφιγμένη. Όπως ακριβώς χαμογελούσαν κι είχαν σφιχτή την παλάμη τους όλοι όσοι έφευγαν μετά απ’ τους αγαπημένους τους στο χωριό των ενωμένων ψυχών.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη