Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Κωνσταντινούπολη, 2019

«Παρακαλώ πολύ, θα ήθελα την προσοχή σας. Μέχρι να μας επιτρέψουν οι αρχές να πετάξουμε, θα παραμείνουμε στο ξενοδοχείο. Θα έχουμε συνεχή ενημέρωση» είπε με επίσημο ύφος η Ρωξάνη.

Κοίταξε απ’ το παράθυρο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι όλα ήταν κάτασπρα και παγωμένα. Δεν ήταν πρωτόγνωρο γεγονός αυτό στη δουλειά της. Μόνη από επιλογή, η τριαντάχρονη Ρωξάνη είχε αφιερωθεί στο επάγγελμα της ξεναγού. Λάτρευε τα ταξίδια από μικρή. Ήθελε να ξεφεύγει, να νιώθει στο πρόσωπό της τον αέρα της ελευθερίας. Ατίθασο κι ανεξάρτητο πνεύμα, δε δεχόταν εύκολα κανέναν κοντά της.

Η μητέρα της συχνά έλεγε ότι της θυμίζει τη γιαγιά της, τη Ρωξάνη. Αν κι υιοθετημένη, υπήρχαν –κατά έναν παράδοξο τρόπο– πολλές ομοιότητες με τη γιαγιά της. Μεγαλώνοντας κοντά της, είχε ενστερνιστεί πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς της. Δυναμική και τολμηρή, δε θυμάται τον εαυτό της να κλαίει ποτέ. Και μια φορά που σαν μικρό παιδάκι έκλαψε, η γιαγιά της αμέσως τη μάλωσε. «Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ να κλαις. Υποσχέσου πως δε θα επιτρέψεις σε κανέναν να σε κάνει να κλάψεις, ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό» είπε επιτακτικά η γιαγιά Ρωξάνη. Την αγαπούσε τη γιαγιά της. Την θυμόταν πάντα στην κουζίνα να μαγειρεύει σμυρναϊκές νοστιμιές. Είχε βυθιστεί τόσο στις σκέψεις της η Ρωξάνη που σχεδόν πίστεψε ότι η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο μύριζε κανέλα και γαρύφαλλο.

«Έλα, μαμά, δεν επιστρέφω απόψε. Ο καιρός είναι πολύ άσχημος. Θα μείνουμε εδώ τουλάχιστον δυο μέρες ακόμα. Ναι, μαμά, τρώω και ντύνομαι καλά. Θα τα πούμε αύριο. Φιλιά στον μπαμπά και στη γιαγιά» χαμογέλασε η Ρωξάνη. Πνιγόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ντύθηκε καλά και βγήκε έξω. Δεν έκανε πάνω από πέντε βήματα κι ακούει κάποιον να της λέει με σπαστά ελληνικά «Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να βγείτε έξω με αυτόν τον καιρό. Φαίνεται να αγριεύει».

Γύρισε και τον κοίταξε. Τα πράσινα μάτια του την ζάλισαν. Έκανε μια άγαρμπη κίνηση κι αμέσως σωριάστηκε κάτω. Ο νέος προσπάθησε να την προλάβει, αλλά τα ακατάλληλα για χιόνι παπούτσια του, τον πρόδωσαν. Ξαπλωμένοι στο χιόνι, με κοκκινισμένα πρόσωπα απ’ το κρύο κι απ’ τα γέλια, έμειναν εκεί για κάμποσα λεπτά. Πρώτη η Ρωξάνη πήρε τον λόγο.

«Με λένε Ρωξάνη» κι έδωσε το χέρι της.

«Dinan» είπε κι εκείνος και της έσφιξε το χέρι.

«Πώς και ξέρεις ελληνικά;» ρώτησε εκείνη.

«Α, επέμενε η γιαγιά μου. Η μάνα της δούλευε χρόνια σε ένα σπίτι Ελλήνων κι υπεραγαπούσε την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ αγαπώ την Ελλάδα. Νιώθω πως κάτι με συνδέει μαζί της» είπε ο Dinan και σηκώθηκαν σιγά-σιγά.

«Ένα τσάι είναι ό,τι πρέπει τώρα» είπε, δήθεν αδιάφορα, εκείνος.

«Ναι, θα ήθελα κι εγώ, είναι η αλήθεια» συμφώνησε η Ρωξάνη.

Το τσάι ήταν μόνο η αρχή. Από ‘κείνη την ώρα δε χώρισαν λεπτό. Δύο ολόκληρες μέρες που έμειναν καθηλωμένοι στο ξενοδοχείο απολάμβαναν μοναδικές στιγμές. Η Ρωξάνη δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που ένιωθε. Υπήρχε κάτι μοναδικό ανάμεσά τους, κάτι που την τραβούσε σαν μαγνήτης κοντά του.

«Αύριο πρωί φεύγω για Ελλάδα» είπε λυπημένα η Ρωξάνη, σίγουρη πως δε θα τον ξαναδεί «πέρασα πολύ όμορφα αυτές τις δύο μέρες» πρόσθεσε κι έκανε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.

«Πού πας;» ρωτάει ο Dinan. «Πότε θα σε ξαναδώ; Δε φεύγεις από εδώ αν δε μου πεις πότε» είπε παιχνιδιάρικα.

Η Ρωξάνη χαμογέλασε. Φοβόταν μήπως τελειώσουν όλα. Μέσα σε δύο μέρες ένιωθε ερωτευμένη με έναν άνθρωπο που ήξερε ελάχιστα. Δεν μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα, κι ας την τρόμαζε η απόσταση μεταξύ τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να ‘ναι κοντά του, πάση θυσία.

Έτσι κι έγινε. Οι δυο τους βρίσκονταν πότε στην Αθήνα, πότε στην Κωνσταντινούπολη. Κι όταν δεν ήταν μαζί, ήταν κολλημένοι στο τηλέφωνο. Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο κι απ’ τη γιαγιά της. «Για έλα εδώ εσύ… Γιατί λάμπουν έτσι τα μάτια σου;» ρώτησε η γιαγιά Ρωξάνη.

Δεν της έκρυβε ποτέ τίποτα, αλλά αυτή τη φορά φοβόταν να το ομολογήσει. Ήταν τόσο πολύτιμο αυτό που ένιωθε που δεν ήθελε να το χάσει. «Είμαι ερωτευμένη, γιαγιά. Τον λένε Dinan, είναι αρχιτέκτονας και ζει στην Κωνσταντινούπολη. Ξέρω, θα μου πεις, μακριά. Αλλά αγαπιόμαστε και…». Το βλέμμα της γιαγιάς της την σταμάτησε. Είχε παγώσει και την κοιτούσε.

«Dinan είπες;» ρώτησε η γιαγιά διστακτικά «Και ζει στην Κωνσταντινούπολη;»

«Ναι, αλλά μιλάει ελληνικά…».

Η κίνηση της γιαγιάς της την διακόπτει. Σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα της, είπε «Αυτός δεν μπαίνει εδώ μέσα» κι έφυγε. Η Ρωξάνη έπεσε απ’ τα σύννεφα. Δεν περίμενε να αντιδράσει έτσι. Πίστευε πως θα χαρεί που επιτέλους η εγγονή της ερωτεύτηκε.

«Γιατί είναι θλιμμένα τα ματάκια σου;» ρώτησε ο Dinan. Είχε-δεν είχε 24 ώρες που είχε έρθει Αθήνα και παρότι ένιωθε το κορίτσι του χαρούμενο, τα μάτια της είχαν μια θλίψη. «Τίποτα, αγάπη μου, απλά είμαι κουρασμένη» προσπάθησε να αποφύγει την κουβέντα. Την φίλησε στο μέτωπο «Μπαίνω για ένα μπανάκι και πάμε να τσιμπήσουμε τίποτα, ε;» πρότεινε εκείνος και πήγε στο μπάνιο σφυρίζοντας. Η Ρωξάνη δεν απάντησε. Ένιωθε ένοχη που αυτή ζούσε τον απόλυτο έρωτα, αλλά πλήγωνε τη γιαγιά της. Δεν καταλάβαινε, όμως, γιατί ήταν τόσο αρνητική. Προσπάθησε αρκετές φορές να της μιλήσει από εκείνη τη μέρα, αλλά πεισματικά την απέφευγε.

Τις σκέψεις της διέκοψε ο ήχος του κινητού του Dinan. Χτυπούσε επίμονα κι άθελά της η Ρωξάνη κοίταξε την οθόνη. Άσπρισε. Η εικόνα του Dinan αγκαλιά με ένα μικρό αγοράκι, που του έμοιαζε αρκετά, την πάγωσε. «Παιδί;» είπε δυνατά. Το ποτήρι που κρατούσε βρέθηκε στο πάτωμα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Η σκέψη ότι την κορόιδευε την τρέλαινε. Ο Dinan ακούγοντας το θόρυβο βγήκε έξω. Βλέπει τη Ρωξάνη όρθια και ταραγμένη.

«Μη διανοηθείς να με πλησιάσεις. Μέχρι να επιστρέψω να έχεις φύγει. Και πάρε τηλέφωνο το παιδί σου. Σε ψάχνει» είπε κι έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας πίσω της τον Dinan. Την ίδια ώρα χτυπάει το δικό της κινητό. Ήταν η μητέρα της. «Έλα, Ρωξάνη μου, η γιαγιά δεν είναι καλά. Πάμε νοσοκομείο».

Μπήκε γρήγορα σε ένα ταξί. Τα δάκρυα έφυγαν αβίαστα απ’ τα μάτια της. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Ρωξάνη έκλαιγε.

Συντάκτης: Ναταλία Ελευθερίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη