Αχ, τι ωραία που είναι αυτά τα πρώτα ραντεβού. Αυτή η αγωνία μέχρι να συναντηθείτε, οι σκέψεις τι να φορέσεις, πού να πάτε. Και μετά, όταν επιτέλους συναντιέστε, αυτή η αμηχανία των πρώτων στιγμών είναι ανεκτίμητη. Οι ώρες κυλούν όμορφα. Εσείς μιλάτε, γελάτε, αφηγείστε χαριτωμένες ιστορίες απ’ το παρελθόν. Κι όλα με έναν στόχο: ένα επόμενο ραντεβού.

Και το πετυχαίνεις. Κλείνεις ένα ακόμα πολυπόθητο ραντεβού με το αντικείμενο του πόθου σου. Ενθουσιασμός, φτερουγίσματα, ροζ σενάρια, πολύχρωμες σκέψεις. Εντάξει, τα πράγματα φαίνονται ότι θα πάνε καλά. Αφού δέχτηκε να βρεθείτε ξανά, και μάλιστα χωρίς να το προτείνεις εσύ. Κι αυτό συνεχίζεται για κάνα δεκαήμερο, γεμίζοντάς σε ελπίδες πως όλη αυτή η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί, τελικά, σε κάτι ουσιαστικό.

Κι ενώ εσύ ακούς με ύφος πρωταγωνιστή σε βιντεοκλίπ το πιο ερωτικό κομμάτι στην playlist σου, στο βάθος αρχίζει να ηχεί το «με κοιτάς, σε κοιτώ και μετά σιωπή…». Μα όλα πήγαιναν τόσο καλά, γιατί; Γιατί έριξε μαύρη πέτρα; Γιατί εξαφανίστηκε; Αφού έδειχνε ενδιαφέρον, άκουγε με προσοχή όσα έλεγες. Κανόνιζε το επόμενο ραντεβού χωρίς ενδοιασμό. Πραγματικά, φάνηκε πως οδεύατε σε ένα ευτυχές τέλος ή, μάλλον, σε μια αισιόδοξη αρχή.

Οπότε, μια βδομάδα, ώρες υπεραναλύσεων κι άπειρα σφηνάκια τεκίλα σε εξόδους με τα φιλαράκια μετά, εμφανίζεται ξανά. Με ένα like. Ναι, δεν το λες κι επιστροφή θριαμβευτή, αλλά όσο να ‘ναι δίνει ένα σημάδι. Κάνει μια κρούση. Σκουπίζεις εκείνο το δάκρυ συγκίνησης που έτρεξε απ’ το αριστερό σου μάτι κι ετοιμάζεσαι να αφήσεις ένα μήνυμα λατρείας στο messenger.

Σίγουρα, δεν είναι ρομαντικό αλλά στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι. Πατάς επιτέλους το send και περιμένεις απάντηση, ακονίζοντας τα νύχια σου. Τίποτα. Το απόλυτο μηδέν. Δε σε αφήνει καν στο διαβάστηκε, βρε παιδί μου. Και να πάλι συσκέψεις με την παρέα και καψουροτράγουδα. Ποστάρεις και δυο-τρία. Αν μη τι άλλο, όλο και κάποιος θα συμπάσχει. Αλλά εκτός απ’ τα likes φίλων, γνωστών κι άλλων ερωτοχτυπημένων, βλέπεις κι άλλο ένα. Ναι, καλά κατάλαβες… Απ’ το ανεκπλήρωτό σου.

Κι όμως κινείται. Σαν άλλος Γαλιλαίος βλέπεις τον παραλίγο έρωτά σου να κινείται παντού, σε όλα τα social media, εκτός από δίπλα σου. Αυτό, λοιπόν, είναι το λεγόμενο “orbiting”. Ουσιαστικά, πρόκειται για την εξελιγμένη μορφή του ghosting. Δηλαδή, το αντικείμενο του πόθου μας –ναι μεν– εξαφανίζεται απ’ τη ζωή μας μετά από κάποια ραντεβού, αλλά εξακολουθεί να εμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα στα προφίλ μας στα social media. Χωρίς, βέβαια, να απαντάει σε οποιαδήποτε δική μας προσπάθεια επικοινωνίας.

Κι εδώ τίθεται το ερώτημα, αν υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει η πιθανότητα επανασύνδεσης; Εφόσον, δηλαδή, έστω και με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται στη ζωή σου, μήπως προσπαθεί να σου δώσει το πράσινο φως να κάνεις εσύ κάποια κίνηση; Μπορεί να ντρέπεται απ’ τον τρόπο που εξαφανίστηκε, μπορεί απλά να μην είναι κι ο ορισμός της αποφασιστικότητας.

Παρ’ όλα αυτά, καιρός να κατέβεις απ’ το συννεφάκι σου. Αν ήθελε να ‘ναι κομμάτι της ζωής σου, θα ήταν. Αν ήθελε να σε ξαναδεί, θα έστελνε. Ίσως αρχικά να έσπαγε τον πάγο με ένα like, για να σου τραβήξει την προσοχή, να δηλώσει το παρόν, αλλά η αμέσως επόμενη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσει μαζί σου. Απλά, καθαρά κι ειλικρινά.

Όλα τα υπόλοιπα είναι αφελείς δικαιολογίες που –με ιδιαίτερη μαεστρία– κατασκευάζουμε, φοβούμενοι να αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια. Ότι απλά δε γουστάρει. Κι αν στο ταλαιπωρημένο απ’ τις σκέψεις μυαλουδάκι σου στριφογυρίζει το «γιατί, ωστόσο, κατασκοπεύει το προφίλ σου», η απάντηση είναι παραπάνω από απλή.

Είτε για να ικανοποιήσει την προσωπική του φιλαρέσκεια, βλέποντας κάποιο άτομο να περνάει δύσκολα μακριά του είτε γιατί –αν δεν έχουμε να κάνουμε με τόσο σαδιστική συμπεριφορά– απλά θέλει να σε ‘χει καβάτζα. Να σου πει, κάποια στιγμή, ένα «Χάθηκα, αλλά σε παρακολουθούσα απ’ τα προφίλ σου». Κι εσύ κάπου εκεί να ενθουσιαστείς και να ξαναπέσεις σαν ώριμο φρούτο.

Γιατί, εδώ που τα λέμε, το orbiting είναι χειρότερο απ’ το ghosting. Τουλάχιστον, στη δεύτερη περίπτωση, το αντίπαλο δέος απλά δεν ξαναδίνει σημεία ζωής. Δεν ξέρεις πού βρίσκεται, τι κάνει, δε βλέπεστε. Έτσι, αφού πιεις ένα ποτό στην υγεία του, το αποχαιρετάς. Αυτή, όμως, η περίπτωση είναι περισσότερο βασανιστική. Γιατί εκτός του ότι σε γαργαλάει το χεράκι σου να στείλεις, κάθε φορά που βλέπεις αντίδρασή του σε δικά σου ποστ, έχεις και το επιπλέον μειονέκτημα ότι βλέπεις κι εσύ κομμάτι τις καθημερινότητάς του.

Και θα έπαιρνες όρκο ότι κάθε φορά που αναρτά φωτογραφία, νιώθεις πως δυο μάτια σε κοιτάνε ειρωνικά κι απορημένα. Ναι, απορούν που έχεις την απαίτηση για μια ξεκάθαρη κουβέντα απ’ τον κάτοχό τους. Ναι, απορούν που είχες την απαίτηση να σου πει νέτα-σκέτα πως δε γουστάρει η όλη φάση να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από αυτό που είχατε ήδη κάνει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήθελε να κόψετε κάθε επαφή. Στην τελική, ας τα έλεγε όλα αυτά. Ας σου έδινε το δικαίωμα να επιλέξεις εσύ αν θα έβαζες τον εαυτό σου στη θέση της καβάτζας.

Αντ’ αυτού, κρύβονται πίσω από like κι αναρτήσεις στα προφίλ τους, γιατί δεν μπορούν να ‘ναι ειλικρινείς ούτε με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δειλοί είναι, όχι (απαραίτητα) κακοί άνθρωποι. Δε χρειάζεται να τους θυμώνεις, ούτε να τους κατηγορείς. Το μόνο που χρειάζονται είναι ένα ελαφρύ χτύπημα συμπαράστασης στην πλάτη κι ένα χαμόγελο.

Ναι, ένα χαμόγελο που εσύ τολμάς και ας τρως τα μούτρα σου, και που έστω κι έτσι δεν πρόλαβες να αποτελέσεις κομμάτι της ανιαρής ζωής τους.

 

Συντάκτης: Ναταλία Ελευθερίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη