Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Κατέβηκε βιαστικά την παλιά σκάλα που οδηγούσε στην έξοδο. Η κοσμοσυρροή την ενοχλούσε· πρόσθετε επιπλέον λεπτά προκειμένου να έρθει η συνάντηση που τόσο λαχταρούσε. Εκείνος περίμενε υπομονετικά -άλλωστε δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Την ξεχώρισε απ’ το πλήθος, μύρισε από μακριά το άρωμά της και μαγεύτηκε. Ήρθαν στο μυαλό του μνήμες και θύμησες της πρώτης τους νύχτας. Κανένας απ’ τους δύο δεν είχε ξεχάσει τίποτε από εκείνες τις μοναδικές στιγμές που έζησαν μαζί.

Πλέον ήταν πολύ κοντά· τόσο που η έλλειψη τόσο καιρό, τους έκανε να νιώθουν κάπως αμήχανα. Ωστόσο, αυτό δε φάνηκε να τους επηρεάζει. Σύντομα όλα φάνταζαν οικεία και τίποτα δεν τους τρόμαζε. Στο μυαλό τους έφτιαχναν σενάρια περί αιώνιας αγάπη, που –αν κι έμοιαζαν να έχουν βγει από παραμύθι– ίσως εν τέλει να αποδεικνύονταν πραγματικά. Μέσα τους ήθελαν κι οι δυο να τα καταφέρουν· να αποδείξουν ότι το «για πάντα» υπάρχει.

Έμειναν μαζί απ’ την πρώτη στιγμή· ήξεραν ότι αυτό ήταν το σωστό γι’ αυτούς τους δύο. Δεν αισθάνονταν την ανάγκη να απολαύσουν τη μοναξιά τους πια. Εκείνη –έκπληκτη με την ικανότητά του να την κάνει να νιώθει τόσο ζωντανή – απολάμβανε τις καθημερινές συζητήσεις τους και με κάθε ευκαιρία του έδειχνε το θαυμασμό της. Εκείνος γοητευόταν απ’ την ειλικρίνειά της, λάτρευε τις απορίες της και ποτέ δεν αρνιόταν να της δίνει περαιτέρω εξηγήσεις.

Ο καιρός περνούσε γρήγορα· τόσο γρήγορα που οι μήνες σταδιακά φάνταζαν εβδομάδες κι οι εβδομάδες, μέρες. Η συμβίωσή τους αποτελούσε την καλύτερη –μέχρι τώρα– εμπειρία της ζωής τους κι οι ίδιοι την απολάμβαναν στο έπακρον. Ένιωθαν ευτυχισμένοι και δε φοβούνταν να το εκδηλώσουν. Κι όσο κι αν οι γύρω τους απορούσαν πώς είναι δυνατόν να δεθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, γι’ αυτούς όλα αυτά ήταν απολύτως φυσιολογικά.

Κανένας, άλλωστε, δε μπορούσε να ξέρει ποια ήταν τα συναισθήματά τους· μονάχα υποθέσεις γινόντουσαν. Ωστόσο, οι πάντες παραδέχονταν ότι η σχέση τους –πέραν από πολύ δυνατή–  ήταν επίσης ιδιαίτερη. Διότι η βάση της ήταν το συναίσθημα κι αυτό ήταν αισθητό. Ζούσαν για να γεμίζουν τις ψυχές τους με συναισθήματα, πηγή των οποίων ήταν η όμορφη σχέση που είχαν δημιουργήσει. Κι όσο ο καιρός περνούσε, τα συναισθήματα αυτά γίνονταν ολοένα και πιο έντονα.

Ήταν μαζί πάνω από ένα χρόνο κι εκείνη επιδίωξε μια γνωριμία -αν και φοβόταν πολύ για την έκβασή της. Αποφάσισε να του επιτρέψει να γνωρίσει τους γονείς της. Η σιγουριά για αυτή της την απόφαση πήγαζε απ’ την ασφάλεια που της είχε γεννήσει και τη βεβαιότητά της πως με αυτόν τον άνθρωπο μπορούσε να μοιραστεί ολόκληρη τη ζωή της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη που ένιωθε για εκείνον -όπως επίσης και για τις προθέσεις του.

Εκείνος, απ’ την πλευρά του, ήταν ενθουσιασμένος  –αν και λίγο αγχωμένος–  για αυτή τη συνάντηση. Ήξερε ότι αυτό το βήμα ενδεχομένως να αποβεί μοιραίο για τη σχέση τους, αν η γνώμη που σχημάτιζαν οι γονείς της για το πρόσωπό του δεν ήταν αυτή που κι οι δύο θα προσπαθούσαν να περάσουν. Ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές και πως μονάχα όμορφες σκέψεις έπλαθε το μυαλό του για τους δυο τους.

Φοβόταν· είχε ενδοιασμούς λόγω του επαγγέλματός του. Γνώριζε ότι οι συγγραφείς έχουν μπει στο μυαλό των περισσότερων ως άνθρωποι ονειροπαρμένοι «τρελοί» για κάποιους, δίχως στόχους και επιδιώξεις, με μόνη ενασχόληση την απερίσκεπτη έκθεση ιδεών. Εκείνος, όμως, είχε όνειρα που κυνηγούσε και σταδιακά τα έκανε πράξη. Μπορούσε να σταθεί πλέον στα πόδια του κι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τη ζωή. Είχε θέσει τα θεμέλια προκειμένου να χτίσει το μέλλον του.

Κι εκείνος ήθελε να προοδεύσει. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το κάνει και θα το έκανε με κάθε κόστος. Η προσπάθειά του θα ήταν ατέρμονη –όπως κι ήταν– κι ήλπιζε τα αποτελέσματά της να ήταν μονάχα θετικά. Αυτό δεν θα γινόταν αντιληπτό απ’ τους γονείς της; Εκείνη –μάλλον– πίστευε πως θα καταλάβαιναν, διαφορετικά δε θα έπαιρνε μια τόσο σημαντική απόφαση. Είχε ήδη κανονίσει την επερχόμενη γνωριμία τους, επομένως εκείνος έπρεπε απλώς να το αποδεχθεί.

Ήταν δεδομένο ότι κι εκείνη φοβόταν· ωστόσο είχε μάθει να κρύβει καλά τους φόβους της. Δεν ήθελε να του προκαλέσει περισσότερο άγχος. Θεωρούσε ότι οι φόβοι της αποτελούσαν απλώς ένα δημιούργημα της φαντασίας της, που στην παρούσα φάση μονάχα τροχοπέδη θα αποτελούσε για το κοινό τους μέλλον. Η απόφασή της, άλλωστε, επήλθε έπειτα από πολλή σκέψη. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι που ενδεχομένως να πήγαινε λάθος.

Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που μέσα της ήταν δεδομένο ότι κι οι γονείς της θα τον αγαπούσαν αυτομάτως. Θεωρούσε ότι η ένταση των δικών της συναισθημάτων θα τους έκανε να τον αποδεχθούν. Κι άλλωστε, δε θα τους έδινε εκείνη τα περιθώρια να μην τον αποδεχθούν. Η ζωή ήταν δική της και μονάχα εκείνη ήξερε τι είναι καλύτερο για την ίδια. Επομένως, δε θα ανεχόταν συμβουλές και κατευθύνσεις.

Ξέχασε, μάλλον, πως όλοι μας επηρεαζόμαστε απ’ τους πάντες -κι ιδίως απ’ τους ανθρώπους που αγαπάμε. Έβγαλε, αφελώς,  απ’ το μυαλό της ότι η γνώμη που θα σχημάτιζαν οι γονείς της θα είχε αντίκτυπο στην ίδια και κατ’ επέκταση στη σχέση τους. Ήθελε να πιστεύει ότι για πρώτη φορά έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής της. Είχε, όμως, την ανάγκη για αποδοχή.

Κι όταν σταμάτησε να λαμβάνει την αποδοχή από τους δύο –ίσως– πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής της, όλα άλλαξαν…

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη