Αυτό δεν είναι ένα άρθρο που θα υποστηρίξει πως παρασύρεσαι απ’ το αλκοόλ κι εκ των υστέρων, δικαιολογημένα, ισχυρίζεσαι ότι δεν ξέρεις ή δε θυμάσαι τι έχεις κάνει. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να ενισχύσει με κανέναν τρόπο επιχειρήματα του τύπου «δεν ήξερα τι έκανα, γιατί είχα πιει» ή «δε θυμάμαι τι έγινε». Θέλω, απλώς, να καταρρίψω –έστω μονάχα στα δικά μου μάτια– την άποψη ότι το αλκοόλ βγάζει πάντα τον πραγματικό μας εαυτό.

Όποιος έχει κληθεί, έστω και μία φορά στη ζωή του, να διαχειριστεί μεθυσμένο άνθρωπο ξέρει σε ποιο πράγμα αναφέρομαι. Ναι, μιλώ για τις φωνές, τον καθόλου χαριτωμένο εμετό και τις πτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου της επιστροφής. Εννοείται πως δεν εννοώ τις φορές που έχουμε απλά κάνει κεφάλι· αυτή η κατάσταση είναι εκπληκτική και κυρίως δεν ενοχλεί τους άλλους  -τις περισσότερες των περιπτώσεων τουλάχιστον.

Ας υποθέσουμε ότι απλά μας αρέσει το αλκοόλ -fair enough. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι γουστάρουμε όταν βγαίνουμε να πίνουμε· οκ, κι εσένα σ’ αρέσει, κι εμένα μ’ αρέσει, μη λέμε ό,τι θέλουμε. Όμως, το να γινόμαστε σκουπίδια και να καταλήγουμε να μας μαζεύουν κυριολεκτικά απ’ τα σκουπίδια δε νομίζω να αποτελούσε επιδίωξή μας όταν κανονίζαμε την έξοδο.

Ούτε νομίζω ότι μετά από σαράντα ποτά και δεκαπέντε σφηνάκια έχει αποκαλυφθεί ο αληθινός μας χαρακτήρας κι οι πραγματικές μας προθέσεις. Το μόνο που έχει αποκαλυφθεί, μάλλον, είναι η ζάλη κι η έλλειψη στοιχειώδους επικοινωνίας με το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω μας. Επομένως, για ποιον πραγματικό εαυτό μιλάμε; Εντάξει, αν κάποιος κρύβει μέσα του δέκα αλκοολικούς πάω πάσο, ωστόσο δε νομίζω ότι η πλειονότητα που χρησιμοποιεί το παραπάνω επιχείρημα έχει ως alter ego τις κάβες της Ελλάδας και τους πιο σταθερούς πελάτες τους.

Μερικές φορές, το αλκοόλ όχι μόνο δε μας κάνει καλό, αλλά μας χαλάει κιόλας. Και θα μας χαλάσει, γιατί στην πραγματικότητα δεν αλλάζει την ψυχολογία μας, απλώς κάνει πιο έντονες τις αντιδράσεις μας. Όταν είμαστε πεσμένοι, λοιπόν, το πιθανότερο είναι πως θα μας ρίξει κι άλλο.  Ίσως αυτή η τοποθέτηση να ακούγεται κάπως συντηρητική, σαν καμπάνια ενάντια στον αλκοολισμό, καμία σχέση όμως. Κι εγώ θα πιω, μ’ αρέσει να πίνω, αλλά όχι να γίνομαι στουπί -εντάξει, πάντα υπάρχουν κι εξαιρέσεις.

Ενίοτε, λοιπόν, γινόμαστε εγωιστές, ενοχλητικοί, κακούληδες· και το χειρότερο είναι ότι μετά δεν έχουμε ιδέα πώς στο καλό το κάναμε αυτό. Αντιδράσεις οξύμωρες κι αντιφατικές  συγκρίνοντάς τις με το νηφάλιο χαρακτήρα μας, ωστόσο ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα πολύπλευρο, όχι μονοδιάστατο. Γι’ αυτό δυο ποτάκια παραπάνω δε μας κάνουν πάντοτε καλό και πρέπει να ξέρουμε πότε να σταματάμε. Δεν είναι όλες οι μέρες, πόσο μάλλον οι νύχτες, ίδιες· δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως τέτοιες.

Ας πιούμε, ας διασκεδάσουμε, ας ανοίξουμε μπουκάλια με την παρέα, αν όμως δούμε πως μας χαλάει και μας ρίχνει, δεν υπάρχει λόγος να το παρακάνουμε. Διότι δε βγαίνει πάντοτε ο πραγματικός μας εαυτός, μερικές φορές βγαίνει ένας εαυτός που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε, να αντικρίσουμε και να αναγνωρίσουμε. Κι ίσως δεν είναι στο χέρι μας να ελέγχουμε την εκάστοτε συμπεριφορά κι ενέργειά μας μεθυσμένοι, όμως αυτό δεν είναι άλλοθι· μπορούμε απλώς να μην πιούμε τόσο.

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη