«Ο Λευτέρης πήρε μια πρωτοβουλία που άρεσε πολύ στην Αγάπη. Την πήγε στο λουνα παρκ. Εκεί πέρασαν τη μέρα τους διασκεδάζοντας, παίζοντας και γελώντας ανέμελα, ξέγνοιαστα, χωρίς πολλές συζητήσεις, αναλύσεις και κυρίως χωρίς μάσκες. Ήταν ο εαυτός τους, αυθεντικοί κι οι δύο. Σαν παιδιά δοκίμαζαν τις εμπειρίες των παιχνιδιών ξανά και ξανά. Τα μάτια τους σπινθηροβολούσαν από χαρά.

«Τώρα Αγάπη, ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω κάτι για ‘μένα.»

«Για πες. »

«Δε θα σου πω. Θα μαντέψεις.»

«Μ’ αρέσουν οι γρίφοι. Να είναι περίπλοκος μόνο ε;»

«Θα σε απογοητεύσω, είμαι πολύ απλός άνθρωπος.»

Η Αγάπη τον κοίταξε κατάματα.

«Έλα πάμε, της είπε και την έπιασε απ’το χέρι.»

Σταμάτησαν μπροστά απ’ τα παιχνίδια της σκοποβολής.

«Εντάξει, πάρα είναι εύκολος ο γρίφος σου. Θέλεις να μου πεις ότι πετυχαίνεις τους στόχους σου.»

«Βιάζεσαι, Αγάπη μου. Θέλω απλά να μου πεις πιο απ’ όλα αυτά σου αρέσει περισσότερο.»

Η Αγάπη τα κοίταξε γρήγορα κι αμέσως, εντελώς αυθόρμητα, χωρίς δεύτερη σκέψη διάλεξε την κοκκινοσκουφίτσα. Αυτό το κόκκινο που ήταν τυλιγμένο γύρω της, της θύμιζε, υποσυνείδητα, τον Χρόνη και την κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο και τώρα είχε πετάξει. Χωρίς λοιπόν να το καταλάβει επέλεξε την κοκκινοσκουφίτσα, δηλαδή, για ακόμα μία φορά, εκείνον.

Προς το παρόν όμως, η σκέψη της βρισκόταν σε χειμερία νάρκη και ζούσε τη στιγμή. Ένιωθε, μετά από καιρό, ελεύθερη. Αλλά, όχι γιατί ήταν έτοιμη να τον αντικαταστήσει- πώς θα μπορούσε άλλωστε, να κάνει κάτι τέτοιο, αφού τον αγαπούσε αληθινά; Είχε προσωρινά σταματήσει να τον σκέφτεται και να συνδέει κάθε επιλογή της μαζί του. Αυτό που την στοίχειωνε μέχρι στιγμής ήταν η αγωνία του τι θα γινόταν αν ο Χρόνης επέστρεφε κι εκείνη δεν ήταν εκεί να του ανοίξει την πόρτα, να τον υποδεχθεί και να τον καλωσορίσει. Μια αγωνία αβάσιμη, ανώριμη κι αφελής που την καλλιεργούσε μόνο η δική της προσδοκία κι άρνηση ν’αποδεχθεί τη νέα τους πραγματικότητα, που δεν ήταν άλλη από τον τον χωρισμό τους. Τώρα ωστόσο, τίποτα απ’ αυτά δεν τριγυρνούσε στο μυαλό της. Ήταν στο λούνα παρκ με το Λευτέρη κι ήταν χαρούμενη.

«Είσαι σίγουρη ότι αυτό θες; », τη ρώτησε εκείνος, που λάτρευε να δίνει στους ανθρώπους εναλλακτικές κι ευκαιρίες.»

«Ξεκάθαρα ναι, τη θέλω τόσο πολύ. Δε φαντάζεσαι πόσο.», απάντησε εκείνη.

Μέτα από λίγα λεπτά, η κοκκινοσκουφίτσα ήταν δική της. Η Αγάπη την κράτησε στα χέρια της, χάιδεψε την κόκκινή της κάπα κι αγκάλιασε σφιχτά το δώρο της και το Λευτέρη.

«Σ’ ευχαριστώ. »

«Τώρα, έχεις όλα τα στοιχεία για να μαντέψεις και μάλιστα σωστά. »

«Δεν ξέρω. Μπερδεύτηκα.», του είπε κι έλεγε την αλήθεια. Αν κι ήταν πολύ έξυπνη, δεν είχε απλή σκέψη κι αυτό πάντα δυσκόλευε τη ζωή της.

«Μα είναι απλό. Προσπάθησε.»

«Να το πάρει το ποτάμι.»

«Παραδίνεσαι λοιπόν;»

«Παραδίδομαι στο γρίφο. » διευκρίνισε η Αγάπη. Κι ενώ ο Λευτέρης έπιασε το υπονοούμενο, έκανε πως δεν το κατάλαβε, την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί:

«Το μυστικό είναι…» και σταμάτησε δίνοντάς της ένα περιπαιχτικό βλέμμα.

«Ωραίος είσαι εσύ. Μόνο να με πειράζεις ξέρεις. Θα φύγω ε!» τον πείραξε εκείνη, αποφεύγοντας έτσι να του δώσει μια απάντηση που να σοβαρέψει την κουβέντα.

«Όχι! Να μείνεις εδώ, αν θες και για όσο θες. Όμως όσο είσαι εδώ, εγώ, θα προσπαθώ να είμαι ο λόγος που σχηματίζεται αυτή η όμορφη καμπύλη στα χείλη σου.»

«Γιατί έτσι;» τον ρώτησε δύσπιστα.

«Γιατί μ’ αρέσεις. Πολύ.»

«Κι αν ζητήσω κάτι παράλογο;», συνέχιζε να πιέζει παθητικά, ανακαλύπτοντας τα όριά του.

«Είσαι ελεύθερη να ζητήσεις ό, τι θες όπως κι εγώ είμαι ελεύθερος να το δεχθώ ή να το αρνηθώ. Κάνε όμως την αρχή ναι; Ζήτα μου κάτι. Ή μάλλον άσε, θα ζητήσω εγώ.», συμπλήρωσε και μετά τη φίλησε. Η Αγάπη ανταποκρίθηκε στο φιλί του.

Η βόλτα τους συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Λίγο πριν αποχωριστούν ο Λευτέρης της είπε:

«Αγάπη;»

«Ναι;»

«Πέρασα υπέροχα.»

«Καληνύχτα, θα τα πούμε.», αποκρίθηκε εκείνη.

«Ναι, αρκεί να το ζητήσεις.» της απάντησε και τη φίλησε για τελευταία φορά εκείνο το βράδυ. Αμέσως μετά την καληνύχτισε κι έφυγε.

Εκείνη ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, μπήκε μέσα, γδύθηκε, άνοιξε το καυτό νερό στο ντουζ και το άφησε να πέφτει πάνω της. Βγαίνοντας συνάντησε στο σαλόνι την κοκκινοσκουφίτσα.

«Θα του δώσω, μια ευκαιρία, δίκαιη, τίμια. Καληνύχτα τώρα.» της είπε. Κι ήταν σαν να μιλούσε στον Χρόνη. Σαν να τον προειδοποιούσε. Ύστερα έτρεξε να χουχουλιάσει στο κρεβάτι της. Σε λίγα μόνο λεπτά, την είχε πάρει ο ύπνος. Άλλωστε απόψε ήταν ήρεμη, νηφάλια κι αποφασισμένη να προσπαθήσει, για πρώτη φορά, να ξεπεράσει οριστικά τον Χρόνη. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν αν θα τα κατάφερνε. Πάντως εκείνη ένιωθε έτοιμη να το προσπαθήσει. Και ήταν.

Παράλληλα, ο Χρόνης όλη την ημέρα σκεφτόταν την Αγάπη κι είχε μία ανεξήγητη ανησυχία. Σαν αυτές που κυριεύουν τους ανθρώπους, όταν από διαίσθηση νιώθουν πως ο άνθρωπός τους αρχίζει ν’ απομακρύνεται από εκείνους. Διότι ο χωρισμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αγαπιούνται δεν είναι μία επιλογή ή απόφαση που καθορίζεται τη στιγμή που ανακοινώνεται. Για κάποια ζευγάρια έρχεται πολύ πριν ειπωθεί και για κάποια άλλα πολύ αργότερα. Όπως εδώ, στην ιστορία της Αγάπης και του Χρόνη. Κανείς δεν ξέχασε τον άλλον, κανείς δεν προχώρησε ουσιαστικά. Βήματα έκαναν μπροστά και την επόμενη στιγμή γύριζαν πίσω. Μα εκεί που γυρνούσαν δεν έβρισκαν καταφύγιο, μόνο τα ερείπια μιας ευτυχίας που είχε μείνει μισή.

Κι έτσι συνέχιζαν να προχωρούν μπροστά, μόνο που κάποιες φορές το βλέμμα τους, τούς πρόδιδε, έκρυβε μια μελαγχολία, μια νοσταλγία. Μα όσο περνούσε ο καιρός, οι στιγμές αυτές λιγόστευαν κι εκείνοι ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλον. Προσπαθούσαν πολύ. Όμως απόψε ο Χρόνης δεν μπορούσε να ηρεμήσει από τη σκέψη της. Όλο το σπίτι είχε το άρωμά της κι αυτό τον τρέλαινε. Σηκώθηκε, άνοιξε τα παράθυρα, ανέπνευσε καθαρό αέρα. Τίποτα. Καμία διαφορά. Τη μύριζε, την ένιωθε, είχε μέχρι και τη γεύση των χειλιών της στα χείλη του. Μόνο που δεν μπορούσε να την αγγίξει. Κι ας ήταν απόψε το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει. Ήταν και το μόνο που δεν τολμούσε.

 

To be continued…

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου