Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

Οι μέρες περνούσαν κι ο Αλέξανδρος δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της – είχαν ανταλλάξει αριθμούς όταν την πήγε στη στάση για να πάρει λεωφορείο και να γυρίσει σπίτι της.  Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για εκείνη τη νύχτα. Ένιωθε πως αν μιλούσε, θα τα χαλούσε όλα. Ήταν Κυριακή κι ήθελε να φτάσει Σάββατο να τον δει.

Μόνο εκείνη ήξερε πώς πέρασε εκείνη η εβδομάδα. Με τα ξενύχτια, τα μισοτελειωμένα τσιγάρα στο τασάκι κάθε βράδυ και τις ώρες που κοιτούσε το κινητό της κάθε πέντε λεπτά. Το άνοιγε, πήγαινε στα μηνύματα, έγραφε πέντε λέξεις και τις έσβηνε. Κάθε βράδυ. Επιτέλους ξημέρωσε Σάββατο. Πάλι είχε όμως αυτό το προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Είχε στείλει την παρέα της στο μαγαζί νωρίτερα με την πρόφαση ότι είχε μια δουλειά να τελειώσει. Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να προετοιμαστεί ψυχολογικά. Πριν φτάσει στο μαγαζί την έπιασε ένας πόνος στο στήθος. Την πίεζε κάτι. Μια στενοχώρια. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε την πόρτα. Βρήκε την παρέα της. Έκανε μια γύρα με τα μάτια της στους τοίχους και πάλι ο Αλέξανδρος πουθενά. «Σε εκείνη πήγε, σε εκείνην είναι» σκέφτηκε.

Έπιασε το ποτήρι και το κατέβασε άσπρο πάτο. Οι φίλοι της τρόμαξαν. Η Λένα πάντα έπινε πολύ αργά. «Είσαι καλά κοριτσάκι μου;» Τη ρώτησε η Νατάσα. «Ναι, ναι. Μια χαρά, απλά διψούσα!» Άρπαξε το κινητό και του έστειλε μήνυμα. «Πού είσαι;» Απλό. Ξερό. Χωρίς τι κάνεις και πού χάθηκες. Δεν ήθελε να το παίξει αδιάφορη. Ήθελα να μάθει πού σκατά έχει χαθεί μια εβδομάδα τώρα. «Ξεκαθαρίζω πράγματα, μικρή μου πέτρα. Θα τα πούμε μόλις γυρίσω» ήταν η απάντησή του. Ηρέμισε λίγο κι άρχισε να ακούει τη συζήτηση της παρέας. Δεν το καταλάβαινε, αλλά ήπιε αρκετά εκείνο το βράδυ.

Κάποια στιγμή, χτύπησε το κινητό της κι ήταν εκείνος. Βγήκε τρέχοντας έξω για τον ακούσει καθαρά «Παρακαλώ;» «Δεν είμαι εκεί να σε προσέχω κι έχεις κατεβάσει τα πάντα;» τη ρώτησε με ένα χαμόγελο. «Έλα εδώ να με προσέχεις » του είπε. «Για κοίτα λίγο απέναντί σου…». Ήταν εκεί. Είχε έρθει για εκείνη. Έτρεξε προς το μέρος του. Επιτέλους. Τον έβλεπε. Ήταν εκεί. Τη φιλούσε και την αγκάλιαζε.

Ένιωθε ερωτευμένη. Την κοιτούσε στα μάτια και κάθε μέρα της έδειχνε πόσο σημαντική είναι για εκείνον. Δεν τους ενδιέφερε η διαφορά ηλικίας. Εκείνοι τα βρίσκανε. Κι ας είχανε 11 χρόνια διαφορά.  Βρισκόντουσαν μετά τη δουλειά του και ζούσανε τα βράδια τη δική τους ημέρα. Η Λένα γνώρισε και μια κοπέλα απ’  το μαγαζί με την οποία γίνανε πολύ καλές φίλες. Τη Μαρία. Η Μαρία, είχε καταλάβει. Αλλά δεν έλεγε τίποτα. Δε τη ρώτησε ποτέ τίποτα.

Όλα τα ωραία όμως κάποτε τελειώνουν. Έτσι δε λένε; Έτσι έγινε και τον Αλέξανδρο και τη Λένα. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να φύγει μια μέρα εκτάκτως εκτός Θεσσαλονίκης. Η μητέρα του αρρώστησε πάλι κι έπρεπε να την πάει στο γιατρό. Πήρε τηλέφωνο τη Λένα την ώρα που ήταν στο αμάξι. Της είπε πως θα μιλούσαν αργότερα. Δε βγήκε η Λένα εκείνο το βράδυ.

Το πρωί βρήκε μια αναπάντητη κλήση της Μαρίας. Την πήρε τηλέφωνο αμέσως. Το χειρότερο πρωινό ξύπνημα της ζωής της. Η Μαρία της είπε πως ο Αλέξανδρος ήταν χθες στο μαγαζί με μιαν άλλην και φύγανε παρέα μετά το κλείσιμο. Ζαλίστηκε. Έκλεισε το τηλέφωνο κι έμεινε να κοιτάζει το πάτωμα. «Δεν μπορεί να μου το έκανε αυτό ο Αλέξανδρος. Όχι, δεν μπορεί. Θα μου το έλεγε. Έτσι δεν είναι;» Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν. Πήγε στις κλήσεις της, βρήκε τον αριθμό του και τον κάλεσε. Πάλι κλειστό.

Πέρασαν οι μέρες. Δε τον ξαναπήρε τηλέφωνο ούτε κι εκείνος. Δε μιλήσανε ξανά. Οι φίλοι της συνέχιζαν να πηγαίνουν στο μαγαζί, αλλά η Λένα πάντα έβρισκε μια καλή δικαιολογία για να μην πάει. Δεν ήθελε να τον δει. Μάθαινε τα νέα του μέσω της Μαρίας, η οποία πλέον ήξερε. Της τα είπε όλα μια νύχτα η Λένα. Ήθελε κάπου να μιλήσει κι η Μαρία ήταν ο σωστός άνθρωπος για να το κάνει αυτό.

Δυο μήνες μετά που η Λένα είχε συνέλθει κάπως κι ήταν καλύτερα, η Μαρία της το είπε. «Ο Αλέξανδρος παντρεύεται Λένα. Θα γίνει και πατέρας». Η Λένα χαμογέλασε. «Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, Μαρία. Θα γίνει σπουδαίος πατέρας. Τυχερό το παιδί του.»

Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ την τελευταία φορά που τον είχε δει. Είχε πάει ένα βράδυ στο μαγαζί και του ζήτησε τα ρέστα. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα τόσο καιρό, κι εκείνο το βράδυ όλο το μαγαζί είχε μάθει. Τον φώναζε χέστη μπροστά σε όλους κι εκείνος απλά της έλεγε πως δεν μπορούνε να είναι μαζί. Μαζί; Ήταν και ποτέ; Αναρωτιόταν κάθε φορά που τον έφερνε στο μυαλό της.

 

Επιμέλεια Κειμένου Λάμδας Βήτα: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Λάμδα Βήτα