Ο Μάνος διάλεξε το τελευταίο κουπέ του τελευταίου βαγονιού του τρένου, όπως συνήθιζε να κάνει δεκαπέντε χρόνια τώρα. Απ’ τα είκοσί του, όταν έκανε τον πρώτο του φόνο. Έκτοτε, επέλεγε πάντα μια θέση, στα τρένα, στα λεωφορεία, στα εστιατόρια και στην ίδια του τη ζωή, που οι υπόλοιποι άνθρωποι δε θα ήταν υποχρεωμένοι να ανέχονται τα σκοτάδια του.

Ο Μάνος Χατζής ήταν ο καλύτερος και πιο γνωστός δολοφόνος στην Ελλάδα. Είχε στο δυναμικό του πενήντα οκτώ φόνους μέχρι τώρα και μηδέν τύψεις. Τον ήξεραν όλοι. Τον φοβόντουσαν όλοι. Κανένας δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει, όμως, ούτε για φόνο ούτε για τίποτα άλλο. Ακόμα και τώρα άναβε ανενόχλητος το τσιγάρο του, ενώ απαγορευόταν αυστηρά, κι ο ελεγκτής τον διέκοψε μόνο για να του προσφέρει ένα τασάκι.

Περιμένοντας να αρχίζει το δρομολόγιο, χάθηκε έξω απ’ το παράθυρο. Η ώρα ήταν μία τη νύχτα. Το χειμωνιάτικο κρύο τσουχτερό και το σκοτάδι απόλυτο. Ούτε αστέρια, ούτε φεγγάρι, ούτε άνθρωποι, ούτε φώτα. Τίποτα δε διέλυε σήμερα το μαύρο. Γιατί η νύχτα πάντα τον καταλάβαινε, σαν να ήξερε κι εκείνη τον λόγο που πήγαινε στην Αθήνα σήμερα. Δεν ένιωθε πια σαν παιδί της αλλά μέρος της. Ο «Λύκος», όπως τον φώναζαν στην πιάτσα, και του ταίριαζε απόλυτα.

Τις σκέψεις του διέκοψε ο απότομος κρότος της συρόμενης πόρτας όσο κι η κόκκινη θορυβώδης αστραπή που τον δημιούργησε. Μπήκε στο κουπέ του μία ψηλή γυναίκα, βρίζοντας για την πόρτα που έκλεινε με δυσκολία. Η μάσκαρά της είχε αποδράσει ώρες πριν απ’ τις βλεφαρίδες της. Τα ρούχα της ταίριαζαν απόλυτα στο κόκκινο των μαλλιών της, επιδεικνύοντας άψογα της λεπτή σιλουέτα της και τα δυνατά σημεία του κορμιού της. Τα αμέτρητα κοσμήματα στον λαιμό και στα χέρια της που χτυπούσαν μεταξύ τους ήταν η εγγύηση πως μέχρι το τέλος της διαδρομής η ησυχία στο κουπέ θα ‘χε χαθεί.

Ένα γνωστό άρωμα απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Ο Μάνος είχε περάσει αμέτρητα βράδια σε φθηνά ξενοδοχεία με πληρωμένη συντροφιά, και με αυτό το φθηνό βαρύ άρωμα στα σεντόνια. Ήξερε πώς να αναγνωρίζει τέτοιες κοπέλες στο λεπτό. Εκείνη κάθισε βαριά και κουρασμένα στην απέναντι θέση και τότε συνειδητοποίησε την ιδιαίτερη παρέα που θα την συνόδευε σε αυτό το δρομολόγιο.

«Ρόζα, χάρηκα» συστήθηκε απλώνοντας το χέρι προς το μέρος του.

«Μάνος» απάντησε αδιάφορα εκείνος, αγνοώντας τον χαιρετισμό της.

«Μάνος Χατζής;» ρώτησε η Ρόζα γνωρίζοντας ήδη την απάντηση. Παρόλο που στη νύχτα λίγοι τον είχαν δει, ήξεραν κατευθείαν να τον αναγνωρίζουν.

Ο Μάνος νόμιζε ότι δεν άκουσε καλά. Δεκαπέντε χρόνια τώρα κανείς δεν τόλμησε να προφέρει ούτε το όνομά του κι εκείνη τον ρωτούσε άφοβα σαν να ‘χε ανακαλύψει μόλις τον κάποιον ροκ σταρ.

«Έχεις κότσια, μικρή» παραδέχτηκε, χωρίς να απαντήσει στην περιττή ερώτηση.

«Ναι, έχω πολλά χαρίσματα» του απάντησε χαριτωμένα η Ρόζα και του έκλεισε πονηρά το μάτι, όπως πολύ καλά της είχε μάθει κάποιος να κάνει σε πιθανούς πελάτες, μάντεψε ο Μάνος.

«Δεν ενδιαφέρομαι» είπε ψυχρά ο εκείνος και γύρισε πάλι το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο. Γιατί δεν ενδιαφερόταν, αναρωτήθηκε μέσα του. Ήταν ωραία γυναίκα κι είχε καιρό να εκτονώσει τις ανάγκες του. Κι όμως, στη δουλειά του είχε μάθει να ψυχολογεί τους ανθρώπους μέσα σε λίγα λεπτά. Εκείνη είχε κάτι διαφορετικό, δεν ήταν σαν τις υπόλοιπες.

Το τρένο άρχισε επιτέλους να επιταχύνει ξεκινώντας ένα ακόμα νυχτερινό δρομολόγιο απ’ τη Θεσσαλονίκη με τελικό σταθμό την Αθήνα. Ο Μάνος έβγαλε απ’ τον σάκο του ένα βιβλίο και μέσα σε δευτερόλεπτα το κουπέ γέμισε με ένα απ’ τα πιο δυνατά γέλια που άκουσε ποτέ.

«Γιατί ένας άνθρωπος σαν εσένα να διαβάσει την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα; Δεν ήξερα ότι στη δουλειά σου έχετε φιλοσοφικές ανησυχίες» είπε σαρκαστικά η Ρόζα, αφήνοντας τον Μάνο άναυδο για δεύτερη φορά μέσα σε μισή ώρα. Το θράσος της δεν είχε όρια.

«Ξέρεις ποιος είμαι; Ξέρεις τι κάνω και δε με φοβάσαι;» ρώτησε κοφτά εκείνος.

«Δεν ξέρετε μόνο εσείς να ψυχολογείτε τους ανθρώπους, κύριε Χατζή. Έχω κοιμηθεί με πάρα πολλούς άντρες. Δε με ενδιαφέρει ποια είναι η δουλειά σου, έχω μάθει πολύ καλά ποιους να φοβάμαι και ποιους όχι» απάντησε ειλικρινά η Ρόζα, κοιτώντας τον μέσα στα μάτια.

Ο ελεγκτής μπήκε απότομα ζητώντας μόνο το εισιτήριο της κοπέλας. Η Ρόζα άρχισε να ψάχνει την πελώρια τσάντα της με τα χιλιάδες μικρά πραγματάκια που έκρυβε μέσα της.

«Αφού δεν το ‘χεις, κοπελιά, μη σπαταλάς τον χρόνο μου» της φώναξε ο ελεγκτής.

«Έχω εισιτήριο» απάντησε ψύχραιμα η Ρόζα και το έβγαλε την ίδια στιγμή απ’ την τσάντα της.

Ο ελεγκτής το άρπαξε απότομα και καθώς άνοιγε την πόρτα ψιθύρισε υπεροπτικά «Ποιος ξέρει με πόσους πηδήχτηκες για να το πάρεις».

Ο Μάνος έχασε την υπομονή του και σηκώθηκε απότομα απ’ τη θέση του πιάνοντάς τον απ’ τον γιακά. Ο ελεγκτής χλόμιασε.

«Δε μιλάμε έτσι σε μία κυρία» είπε νευριασμένος ο Μάνος και τον έσπρωξε προς τα πίσω. Ο ελεγκτής σαστισμένος απ’ τον φόβο του ψιθύρισε μια συγγνώμη στην κοπέλα κι έφυγε τρέχοντας.

Ο Μάνος ξανακάθισε ικανοποιημένος στη θέση του κι αντίκρισε την κοπέλα. Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Το βλέμμα ενός κουταβιού που επιτέλους κάποιος το προστάτεψε.

«Τι έγινε, μικρή;» ρώτησε ο Μάνος.

«Κανείς δε με ‘χει υπερασπιστεί ξανά στη ζωή μου» απάντησε η Ρόζα, συνεχίζοντας να τον κοιτάει μέσα στα μάτια και χαρίζοντάς του ένα αληθινό αυτή τη φορά χαμόγελο. «Τελικά, είχα δίκαιο για σένα» συμπλήρωσε.

«Ή έτσι θέλεις να πιστεύεις» απάντησε ο Μάνος κρύβοντας ένα μικρό χαμογελάκι, που άρχισε να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του.

Πέρασαν αρκετή ώρα αμίλητοι μέχρι που έφτασαν στην πρώτη στάση της διαδρομής. Ο Μάνος άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και πρόσφερε ένα στη Ρόζα.

«Πάρ’ τον τον διάολο, δεν τον ακουμπάω στο στόμα μου» είπε εκείνη.

«Δεν καπνίζεις;» ρώτησε απορημένος ο Μάνος.

«Γιατί όσοι έχουν κατεστραμμένη ζωή πρέπει να καταστρέφουν και την υγεία τους;» απάντησε αυστηρά η Ρόζα.

«Δε μοιάζεις σε τίποτα με τις κοπέλες της δουλειάς σου» παραδέχτηκε ο Μάνος.

«Κι εσύ δεν ξέρεις καλή ανάγνωση» του αποκρίθηκε η Ρόζα.

«Τι εννοείς;» απάντησε εκείνος απορημένος, καθώς η κόκκινη αστραπή είχε αρχίσει να του κινεί το ενδιαφέρον.

«Κάποια μέρα παίρνει κανείς μια απόφαση χωρίς καλά-καλά να ξέρει πώς, κι αυτή η απόφαση έχει τη δική της δύναμη αδράνειας. Κάθε χρόνος που περνάει κάνει ακόμα δυσκολότερο το να αλλάξει κανείς» του απάντησε. Ήταν λίγες σειρές απ’ το βιβλίο που διάβαζε. Λίγες σειρές που τον έκαναν να σκεφτεί για τη ζωή του καθώς τις διάβαζε και τώρα να σκεφτεί για τη ζωή της συνεπιβάτισσάς του.

Το τρένο συνέχισε ένα νυχτερινό δρομολόγιο που θα σημάδευε δύο ζωές και θα αποκάλυπτε δύο αλήθειες για δύο ανθρώπους, που μέσα στο τελευταίο κουπέ του τελευταίο βαγονιού θα άλλαζαν τη ζωή τους για πάντα, από μία τυχαία συνάντηση, που ίσως ήταν γραφτό να συμβεί…

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη