Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

Ο καιρός πέρασε κι η μεγάλη μέρα του ταξιδιού έφτασε. Γεμάτοι αγωνία και προσμονή για το τι επρόκειτο να γίνει. Πού θα κατέληγαν τελικά τα πράγματα; Αυτός ο έρωτας που γεννήθηκε θα κρατούσε ή θα τιναζόταν στον αέρα; Μερικές απ’ τις σκέψεις που βασάνιζαν τα μυαλά και των δυο, μιας και το ήθελαν τόσο πολύ, αλλά περίμεναν τα πάντα.

Πρώτη μέρα στο Παρίσι, λοιπόν, ο Γιώργος κι η Ελισάβετ καταφθάνουν στο ξενοδοχείο.

-«Απίστευτη θέα έχει από εδώ, Γιώργο! Πώς βρήκες αυτό το ξενοδοχείο μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα;»

-«Όταν θες κάτι πολύ, αγάπη μου, μπορείς να κάνεις πράγματα τα οποία δε φανταζόσουν ποτέ ότι θα έκανες! Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα κι έψαξα για το καλύτερο».

Η Ελισάβετ ήταν γεμάτη χαρά κι ανυπομονησία να βγει έξω στην πιο ερωτική πόλη με τον πιο ερωτικό σύντροφο κατά την άποψή της -τουλάχιστον αυτό πίστευε μέχρι στιγμής. Δεν μπορούσε άλλο να κρατηθεί σε ένα δωμάτιο κι απλώς να βλέπει τη θέα. Τον άρπαξε από το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν σαν παιδιά. Τον έπιασε φυσικά λίγο απροετοίμαστο, αλλά κι αυτός μόλις το αντιλήφθηκε το απόλαυσε.

Πάνε χρόνια να νιώσουν κι οι δυο σαν μικρά παιδιά που ερωτεύονται πρώτη φορά κι αυτό τους εξίταρε κατά πολύ. Ήθελαν όλο και περισσότερο να το ζήσουν. Φτάνουν, λοιπόν, στο κέντρο της πόλης και φυσικά απέναντί τους ο Πύργος του Άιφελ, το πιο ερωτικό και φαντασμαγορικό αξιοθέατο όλων των εποχών. Ο Γιώργος την αρπάζει απότομα και της σκάει ένα φιλί. Παρά το ξαφνικό, η Ελισάβετ ανταπέδωσε όλο πάθος κι επιθυμία.

Το στολισμένο Παρίσι, λοιπόν, ντυμένο στα λευκά και τα κόκκινα απ’ τις Χριστουγεννιάτικες μέρες ενέπνεε ένα διαφορετικό είδος αύρας ανάμεσα στον Γιώργο και την Ελισάβετ. Λες κι η ίδια η πόλη τους ήθελε πιο κοντά. Το ταξίδι θα κρατούσε μονάχα τρεις μέρες κι ήθελαν να εκμεταλλευτούν μέχρι και το τελευταίο λεπτό για να δημιουργήσουν όμορφες αναμνήσεις μαζί.

«Πάμε να περπατήσουμε λιγάκι στο Λούβρο. Θέλω πολύ να το δω. Άκουσα πως είναι καταπληκτικό μέρος και πολύ ρομαντικό! Ό,τι πρέπει δηλαδή», είπε η Ελισάβετ και του έκλεισε το μάτι. «Και δεν πάμε; Ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου. Εγώ μαζί σου να ‘μαι θέλω κι όπου να ‘ναι!»

Κι έτσι κι έγινε. Ξεκίνησαν για το Λούβρο, άσχετα που τελικά ποτέ δεν το επισκέφθηκαν αφού ο δρόμος τους οδήγησε σιγά-σιγά πίσω στο ξενοδοχείο. Εντάξει, ίσως δεν ήταν ο δρόμος, αλλά το πάθος που είχαν ο ένας για τον άλλον. Ένα πάθος που δεν ελεγχόταν και δεν μπορούσε ούτε και να κρυφτεί για κανέναν λόγο.

Φυσικά δεν πήγαν απευθείας προς το ξενοδοχείο. Ούτε ο ένας αλλά ούτε κι ο άλλος ήθελαν να δείξουν πως το μυαλό τους έκανε εξαρχής πονηρές σκέψεις κι έγδυναν τα κορμιά τους με τα βλέμματά τους.

Πέρασαν από διάφορα μέρη, που –όσο όμορφα κι αν ήταν– δεν κατάφεραν να τους κρατήσουν για ώρα εκεί και το ξενοδοχείο γινόταν ολοένα η καλύτερη επιλογή και των δυο. Φθάνοντας, λοιπόν, μετά από αρκετό περπάτημα κι ώρες κούρασης στο ξενοδοχείο κι έπειτα απ’ τα παιχνιδάκια της Ελισάβετ που τον βασάνιζαν γλυκά, αυτό που ήθελαν εν τέλει περισσότερο από καθετί συνέβη και τους εξουθένωσε λιγάκι. Οπότε, όπως και θα ήταν λογικό, το πρώτο βράδυ τελείωσε με αυτούς αγκαλιά στο κρεβάτι να απολαμβάνουν τον πιο γλυκό τους ύπνο.

Το επόμενο πρωί ίσα που ξεκίνησε κι ο Γιώργος είχε ήδη παραγγείλει κι ετοιμάσει το πρωινό για την Ελισάβετ στο κρεβάτι.

-«Καλημέρα, υπναρού μου!» της λέει με το πιο όμορφο χαμόγελό του.

-«Καλημέρα και σε σένα, αναπάντεχο αγόρι!»

-«Έχω παραγγείλει πρόγευμα κι έχω ετοιμάσει ήδη την ημέρα μας».

-«Και τι έχει το πρόγραμμα, κύριε ξεναγέ, για σήμερα;»

-«Όταν είπα πως έχω ετοιμάσει ήδη την ημέρα μας δεν εννοούσαν πως έχω βγάλει και πρόγραμμα προορισμών. Το μόνο που κατάφερα να ετοιμάσω είναι η κατάληξή της. Κι αυτό δεν μπορώ να στο αποκαλύψω, κυρία ανυπόμονη».

-«Όλο εκπλήξεις είσαι και θα με κακομάθεις!»

Κάπως έτσι ξεκίνησε κι η δεύτερη μέρα με ένα άρωμα μυστηρίου. Δεν αρκούσε στον Γιώργο η αγωνία μονάχα για το ταξίδι, αλλά και για την εξέλιξή του. Πόσο μπορούσε να την εκπλήξει και μέχρι πού μπορούσε να φτάσει για αυτή τη γυναίκα. Κάτι που πρώτη φορά ένιωθε κι έκανε, όμως, δεν το μετάνιωνε ούτε για μία στιγμή.

Η Ελισάβετ πάλι το είχε νιώσει ξανά στο παρελθόν όλο αυτό το συναίσθημα της αγωνίας για την εξέλιξη του έρωτα, του αναπάντεχου και της προσμονής, όμως δεν είχε έρθει ποτέ στη φάση να ερωτευτεί έναν άνθρωπο τόσο νωρίς και να θέλει να ζήσει τόσα πολλά μαζί του. Αυτό ακριβώς ένιωθε και δεν ήθελε άλλο να το κρύβει.

-«Γιώργο, πρέπει να σου μιλήσω λιγάκι».

-«Ναι, Ελισάβετ, να μιλήσουμε. Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι απόψε, που έχω ετοιμάσει κάτι για μας;»

-«Δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό οπότε, ναι, θα περιμένω», κι ας ήταν σημαντικό, δεν ήθελε να χαλάσει όλη την αγωνία του Γιώργου. Αλλά πού να ήξερε κι αυτή πως ο αγαπημένος της τα είχε προβλέψει όλα, είχε ετοιμάσει κάτι για όλα αυτά και τίποτα δεν άφηνε στην τύχη.

Η μέρα δεν περνούσε κι η αγωνία, κάθε λεπτό, κορυφωνόταν όλο και περισσότερο. Η Ελισάβετ να προσπαθεί να σκεφτεί τι άλλο θα μπορούσε να ετοιμάσει ο Γιώργος κι αυτός να αρνείται να της δώσει έστω και το παραμικρό σημάδι. Και για κάποιο μυστήριο λόγο, όλο αυτό το απολάμβαναν κι οι δυο. Ήταν η αλήθεια κάτι καινούργιο. Το μυαλό του Γιώργου γεμάτο από σκέψεις μπας κι είχε ξεχάσει τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Θα φαίνονταν όλα εκείνη τη στιγμή και παρακαλούσε να πήγαιναν όλα όπως τα είχε σχεδιάσει, έτσι, ώστε η Ελισάβετ να μείνει για ακόμη μια φορά ευχάριστα έκπληκτη από αυτόν. Λάτρευε να βλέπει τον ενθουσιασμό και τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Συντάκτης: Άντρια Χατζηθωμά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη