Θεσσαλονίκη, πέντε χρόνια πριν.

Η ανάσα του βρομούσε αλκοόλ και τσιγάρα. Πόσο ήπιε πάλι; Έκανε να σηκωθεί και τότε συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνος. Μια μελαχρινή γυναίκα είχε απλώσει το γυμνό κορμί της και κοιμόταν βαθιά, ακριβώς δίπλα του. Η προσπάθειά του να θυμηθεί οποιοδήποτε στοιχείο της διπλανής του ύπαρξης, αλλά και της προηγούμενης βραδιάς κατέληξε άκαρπη.

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε μεσημεριάσει, γαμώτο, στις δύο είχε φωτογράφιση. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άφησε το νερό ν’ αγκαλιάσει κάθε κομμάτι της σάρκας του και να τον λυτρώσει από όλες τις κακοσμίες που εξέπεμπε. Πριν τον πρωινό καφέ δεν ήθελε να κάνει καμιά απολύτως σκέψη. Ένιωθε ένα απέραντο κενό ν’ απλώνεται και να σκεπάζει κάθε παρελθόν και παρόν.

Άφησε στο μαξιλάρι του ένα απλό σημείωμα :

«Θ΄αργήσω. Φτιάξε καφέ αν θες και κλείσε καλά την εξώπορτα φεύγοντας. Σ΄ευχαριστώ πολύ.»

Σιγομουρμούρισε τη φράση «είσαι μαλάκας», πήρε τα πράγματά του, τη Nikon του και πήγε να συναντήσει το μόνο θηλυκό που κατάφερε να διατηρήσει σταθερή σχέση μαζί του για τόσο καιρό. Την είδε να στέκεται εκεί παρκαρισμένη πάντα στο ίδιο σημείο και να τον περιμένει για να τον νιώσει. Όση διάρκεια κι αν είχε αυτή η επαφή τους, του έδινε πάντα την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας. Ίσως γι’ αυτό τη λάτρευε. Η μηχανή του, το μέσον για να κυριαρχεί στην άσφαλτο και να οδηγείται σε μονοπάτια κόλασης και παραδείσου, διεξόδου κι αδιεξόδου, το μόνο θηλυκό που μπορούσε να τον ανεχτεί, να τον αντέξει.

Έφτασε στο στούντιο καθυστερημένος. Τα μοντέλα ήταν έτοιμα κι ο υπεύθυνος της εταιρείας ρούχων, είχε αρχίσει να βράζει ολόκληρος.

-Ρε Ανδρέα, ήμαρτον. Έπρεπε ήδη να είμαστε στο δεύτερο shooting. Έχουμε στηθεί τόση ώρα και σε περιμένουμε, πού διάολο ήσουν πάλι;

Έκανε ένα νεύμα, κάτι μεταξύ χαιρετισμού και χειρονομίας και πήρε τη θέση του. Ήξερε πως η δουλειά του θα τους αποζημίωνε για την όλη καθυστέρηση, οπότε δεν μπήκε καν στον κόπο ν’ απαντήσει.

Η μέρα ήταν ατελείωτη, κάμποσοι καφέδες και τσιγάρα, ψεύτικα χαμόγελα και φιλοφρονήσεις του κώλου . Τα φώτα έσβησαν γύρω στις 12 κι ο Ανδρέας κάθισε για να ένα τελευταίο τσιγάρο πριν κλειδώσει τα πάντα και φύγει. Παλιά συνήθεια, κάτι σαν ημερήσια απογραφή.

Το είχε μάθει απ’ τον πατέρα του. Πάντα καθισμένος στην τραπεζαρία στην ίδια θέση να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο και να μετράει τα λάθη και τα σωστά της μέρας που θ’ αποχαιρετούσε με την καληνύχτα του. Σ’ εκείνη την ίδια θέση που έπαιρνε τον καφέ του κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά, σ’ εκείνη την ίδια θέση που τον βρήκαν ήρεμο σαν να’ χει αποκοιμηθεί, κάνοντας σχέδια για την ημέρα που έρχεται, εκείνη την τελευταία που δε χάρηκε ποτέ.  Πάνε δυο χρόνια από τότε που ο κυρ Απόστολος ήπιε τον τελευταίο του καφέ, μα για τον Ανδρέα η παρουσία του δε θα περάσει ποτέ στον αόριστο.

Το κινητό άρχισε να χτυπάει, ξυπνώντας τον απ’ τις σκόρπιες σκέψεις. Εισερχόμενη κλήση Κλειώ. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Μετά από μια τόσο κουραστική μέρα το τελευταίο που θα ήθελε ήταν ένας μεταμεσονύχτιος καβγάς με την πρώην του. Αν όμως …

-Έλα Κλειώ. Μόλις φεύγω απ’ το στούντιο. Πώς τέτοια ώρα;

-Ανδρέα, ο μικρός ψήνεται στον πυρετό, δεν πέφτει με τίποτα, πήρα τη γιατρό και μου είπε να τον πάμε στο νοσοκομείο.

-Έρχομαι αμέσως, κλείσε.

Έφτασαν στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Το παιδί είχε σπασμούς απ’ τον πυρετό κι η Κλειώ ήταν σε αθλία κατάσταση. Η έλλειψη ψυχραιμίας ήταν πάντοτε το χαρακτηριστικό της. Η παρουσία πανικού πάντοτε ήταν απολύτως αισθητή στη ζωή της, ακόμη και για το πιο μικρό συμβάν. Στην αρχή αυτό την έκανε να μοιάζει με μικρό παιδί στα μάτια του, ίσως αυτό να ήταν και το στοιχείο που τον έκανε να την ερωτευτεί. Αργότερα όμως, ήταν απίστευτα κουραστικό και πολλές φορές εκνευριστικό.

Ήταν στο τελευταίο έτος της αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε να τελειώσει με το πτυχίο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο πατέρας του εργολάβος οικοδομών, είχε μεράκι να σπουδάσει ο γιος του αρχιτέκτονας για ν’ ασχοληθεί με τη δουλειά τους κι ο Ανδρέας δεν του χάλασε το χατίρι.

Εκείνη την ημέρα, καθώς έβγαινε απ’ τη γραμματεία της σχολής έπεσε πάνω στην Κλειώ. Η οποία έκλαιγε μ’ αναφιλητά κι έμοιαζε να μην καταλαβαίνει καν τι είχε συμβεί. Σκόρπιες σημειώσεις στο πάτωμα κι ο Ανδρέας να ζητάει συγγνώμη και να προσπαθεί να την ηρεμήσει. Αυτή ήταν η γνωριμία τους, αυτή η συνέχειά τους, αυτός ο γάμος τους, αυτό και το διαζύγιό τους. Της μάζεψε τα χαρτιά, της έδωσε χαρτομάντιλο και προσπάθησε να την ηρεμήσει, προτείνοντάς της να πάνε για ένα καφέ δίπλα στη σχολή. Εκείνη δέχτηκε κι έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους και πολύ αργότερα η σχέση τους.

-Ο κύριος Λέκκας;

Η φωνή της γιατρού τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Στη θέα της κόμπιασε για λίγο. Ίσως ήταν το σοκ, το άγχος, η κούραση, ένιωσε ένα μούδιασμα σε όλο του το σώμα.

-Ναι, ο ίδιος, πείτε μου.

-Μυρσίνη Μπέκα. Είμαι η παιδίατρος που ανέλαβα το γιο σας. Η σύζυγός σας μου είπε να μιλήσω μαζί σας γιατί εκείνη έμεινε κοντά του. Σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μου.

Την ακολούθησε έχοντας πάντα την αίσθηση πως τη συγκεκριμένη γυναίκα την ήξερε από κάπου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί, απλώς ένιωθε τη φωνή της τόσο οικεία. Μπορεί πάλι να είχε απλώς τόση ανάγκη από κάτι οικείο αυτή τη στιγμή που όλοι να του φαίνονταν γνωστοί.

-Καθίστε, κύριε Λέκκα. Ο μικρούλης σας δεν έχει κάτι σοβαρό, απλώς θα χρειαστεί να νοσηλευτεί λίγες μέρες για να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και να πάρει την αγωγή που πρέπει ώστε ν’ αναρρώσει πλήρως. Συμπληρώστε αυτά τα έγγραφα που αφορούν στην εισαγωγή και παραδώστε τα στο ισόγειο στην υποδοχή ασθενών. Θα περάσω αύριο να δω πώς τα πάει ο μικρός ασθενής μας, αν και σας ξαναλέω πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας.

-Σας ευχαριστώ πολύ κυρία… Μπέκα, είπαμε;

-Ναι, Μυρσίνη Μπέκα.

Ο Ανδρέας έκλεισε την πόρτα του γραφείου έχοντας ακόμη την αίσθηση ότι με τη γιατρό οι δρόμοι τους είχαν διασταυρωθεί ξανά στο παρελθόν, όμως αυτό δεν ήταν της παρούσης, οπότε δεν έδωσε παραπάνω σημασία. Τακτοποίησε τα χαρτιά και πήγε στο δωμάτιο του γιου του.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Μυρσίνη κατέρρευσε…

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη