Το βράδυ, όπως και σχεδόν κάθε βράδυ, τη φίλησε κι έφυγε. Έτσι απλά έκλεισε η πόρτα κι εκείνος είχε φύγει. Πάλι. Κι έμεινε εκείνη μόνη της, χωρίς εκείνον. Μα δεν άργησε να έρθει συντροφιά. Ήταν οι δαίμονές της. Τους κατάλαβε όμως, πήρε το μαξιλάρι του αγκαλιά, κουλουριάστηκε με την κόκκινη κουβέρτα που της είχε πάρει δώρο κι αποκοιμήθηκε.

Την επόμενη μέρα, σηκώθηκε χαρούμενη ήπιε γρήγορα έναν καφέ και λίγο πριν φύγει από το σπίτι, εμφανίστηκε ο Χρόνης.

«Μωρό μου; Πώς και τόσο νωρίς; »

«Ζήτησα άδεια σήμερα. Δε νιώθω καλά. Χρειάζομαι ξεκούραση.»

«Τι έχεις; Μπορώ να κάνω εγώ κάτι; Θες να πάμε στο γιατρό;»

Γέλασε τότε και της είπε:

«Μα, εσύ είσαι ο γιατρός και το φάρμακο.»

«Σταμάτα τ’ αστεία. Δεν είναι ώρα. Πες μου τι έχεις.»

«Τίποτα, αλήθεια, τίποτα. Χρειάζομαι απλά λίγη ξεκούραση και πολύ χρόνο μαζί σου. Θα σε πάω στο νησί.»

«Ειλικρινά τώρα; Το εννοείς; Είσαι τέλειος, ο καλύτερος. Ο μοναδικός μου.»

«Ναι. Θα πάμε. Θέλω κι εγώ. Να ηρεμήσω, να ξεκουραστώ και να σε χαρώ.»

«Σε ευχαριστώ» του είπε την ώρα που τον έπαιρνε αγκαλιά.Ύστερα έφυγε βιαστικά για τη δουλειά της μιας και μ’ όλα αυτά η ώρα είχε περάσει. Ήταν όμως χαρούμενη, δεν ένιωθε αγχωμένη. Αν και πάντα ήθελε να είναι τυπική στα επαγγελματικά της, τώρα δεν την πολυ-ένοιαζε, σκεφτόταν εκείνον, εκείνη και το νησί. Αυτή του η υπόσχεση, την είχε υπνωτίσει. Ήταν ένα δώρο. Επιτέλους θα του έδειχνε αυτό το μέρος που τόσο αγαπάει. Όλα για εκείνη εκεί ήταν αναμνήσεις. Αναμνήσεις ευχάριστες. Έρωτες, φιλίες, ξενύχτια, απογοητεύσεις, όλα τα είχε ζήσει εκεί.

«Όλα τα έχω ζήσει εκεί.»

Αυτή η φράση σαν τραγούδι που κόλλησε στο ίδιο σημείο στροβίλιζε παράφωνα μέσα στο μυαλό της. Τόσο παράφωνα που τη ζάλισε, της ήρθε να λιποθυμήσει.

«Αγάπη είσαι καλά; Κάτσε κορίτσι μου. Μη στέκεσαι όρθια. Να, σου έφερα νερό. Πιες λίγο,» της είπε η Ελένη η αγαπημένη της συνάδερφος και φίλη.

«Ευχαριστώ. Καλά είμαι. Λίγο ζαλίστηκα.», ψέλλισε μην μπορώντας να σηκωθεί.

«Έχεις φάει; Θέλεις κάτι;»

«Όχι, εντάξει, είμαι καλά» είπε και δεν έπεισε ούτε τον εαυτό της. Πήρε όμως τη τσάντα της και μπήκε στο γραφείο της. Έπιασε τότε το κινητό της και διάβασε ένα μήνυμα:«Θα καθυστερήσω μισή ώρα.»

Άρα έχω ώρα να ανασυγκροτηθώ και να συγκεντρωθώ σκέφτηκε. Έκλεισε το κινητό της, κατέβασε ρόλο στις  ενοχλητικές τις σκέψεις κι όταν έφτασε πια το ραντεβού της, τη βρήκε χαμογελαστή και ήρεμη. Έτσι κύλισε ολόκληρη η μέρα.

Μα αυτή η φράση επέστρεψε την ώρα που κλείδωνε το γραφείο της. Μόνο που  τώρα είχε πάρει μορφή κι όνομα κι αυτό την έκανε λιγάκι σκοτεινή. Όλα τα έχω ζήσει εκεί μαζί του. Αυτό το μαζί του την τρόμαζε. Πώς στο καλό είχε τώρα επιστρέψει στο μυαλό μου, μονολογούσε. Αυτό το μαζί του ήταν συναίσθημα δυσάρεστο, οδυνηρό και πολύ βαθιά θαμμένο. Πώς να το πολεμήσει; Χρειαζόταν διαφορετική προσέγγιση, όχι αποφυγή. Χρειαζόταν καταρχάς να τολμήσει να προφέρει, ξανά, το όνομά του.

Μπήκε στο αμάξι, άνοιξε τα παράθυρα για να τη χτυπάει ο αέρας και πήγε έτσι ακάλεστη να βρει την αδερφή της, την Ελπίδα, μόνο εκείνη μπορούσε να τη βοηθήσει απόψε. Η Ελπίδα ήταν από εκείνες τις γυναίκες τις αισιόδοξες, τις δυνατές που μπορούν να διαγραφούν ό, τι τις έχει πληγώσει και να προχωρούν ξανά μπροστά φορώντας ένα γνήσιο χαμόγελο στα χείλη. Απόψε τη χρειαζόταν. Φτάνοντας, τη βρήκε χωμένη ανάμεσα σε μια στοίβα με βιβλία κι ένα τσιγάρο στο χέρι. Εκείνη με το που την είδε κατάλαβε ότι κάτι κακό έχει συμβεί.

«Βάζω κρασί κι ακούω», της είπε με τόνο σταθερό.

«Μου είπε ο Χρόνης να πάμε στο νησί.»

«Τέλεια. Το αποφάσισες μετά από τόσο καιρό; Αυτό είναι υπέροχο.»

«Ελπίδα, ξέχασες; Δεν είμαι έτοιμη. Πώς θα μπορούσα; Είναι σαν να τον προδίδω» απάντησε εκείνη φανερά εκνευρισμένη.

«Τον Άγγελο; Ούτε το όνομά του δεν κατάφερες να πεις ακόμα;»

«Ναι…»

«Ποτέ δε θα είσαι. Μη γίνεσαι πάλι αυτοκαταστροφική. Μέχρι πότε θα πενθείς για το παρελθόν; Ό, τι έγινε, έγινε μικρή μου. Η ζωή προχωράει, ο Άγγελος δε γυρίζει πίσω κι ο Χρόνης σ’ αγαπάει. Να πάτε.»

Στάθηκε χωρίς λέξεις, ψιθύρισε το όνομά του και μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής ξέσπασε σε κλάματα.

Η Ελπίδα την πλησίασε, κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε στοργικά. Καθώς την άκουγε να κλαίει μέσα της χαιρόταν καθώς απόψε η Αγάπη είχε αρθρώσει το όνομα του Αγγέλου μετά από τρία χρόνια. Μόλις είχε αποδεσμευτεί αλλά αυτό δεν το έκανε μόνη της. Σ’ αυτό βοήθησε κι ο Χρόνης. Γι’ αυτό η Ελπίδα τον υποστήριζε τόσο. Γνώριζε ότι οι δύο τους ήταν ένα ζευγάρι με τεράστια δυναμική και διάρκεια. Όμως αυτό δεν το εξομολογήθηκε στην αδερφή της. Απόψε δεν ήταν η στιγμή για συμπεράσματα. Απόψε αρκούσε η λύτρωση.

Η ώρα είχε περάσει, σε λίγο ο Χρόνης θα έφευγε για τη δουλειά κι έτσι η Αγάπη έτρεξε για να προλάβει να τον συναντήσει. Μπήκε στο σπίτι και τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του πάνω της κι όταν την αντίκρισε έτσι, χλωμή, σκοτεινή με τα μάτια πρησμένα τη ρώτησε τι έχει.

Εκείνη απάντησε πως δε θέλει να το συζητήσει κι έκατσε δίπλα του. Αφού την κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό μα γεμάτο ανησυχία, σηκώθηκε και πήγε να ετοιμαστεί. Όταν γύρισε στο δωμάτιο τη βρήκε ακριβώς στην ίδια θέση, ακίνητη σαν άγαλμα, να κοιτάει το κενό και να κρατάει το κολιέ που φορούσε πάντα μα πάντα στο λαιμό της.

«Ποιος σου το έχει πάρει αυτό, Αγάπη;»

Δεν τον άκουσε κι έτσι την ξαναρώτησε και δεύτερη φορά. Τίποτα πάλι. Απάντηση καμία.

Τότε πλησίασε και για να την ξυπνήσει από τις σκέψεις της, της κούνησε το χέρι. Εκείνη απορροφημένη όπως ήταν, τρόμαξε πολύ, πετάχτηκε ολόκληρη πάνω κι αντανακλαστικά τράβηξε το χέρι της. Τώρα ο λαιμός της ήταν για πρώτη φορά γυμνός.

«Τι έκανες; του φώναξε ενώ κοιτούσε την μικροσκοπική πυξίδα της να κείτεται στο πάτωμα.»

«Δεν το ήθελα, με συγχωρείς. Θα πάρουμε άλλο, αύριο κιόλας.»

«Όχι, δε σε συγχωρώ. Ούτε θέλω άλλο. Εγώ αυτό θέλω. Ήταν από τον Άγγελο.»

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που την άκουσε να λέει. Έφυγε, χτυπώντας την πόρτα πίσω του κι εκείνη έμεινε να χαζεύει τη σπασμένη της πυξίδα που είχε από καιρό χάσει τον προσανατολισμό της.

 
To be continued…

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου