Το πρωινό της είχε ξεκινήσει κάπως νωχελικά, και οι γρήγορες σκέψεις που έκανε της προκαλούσαν ίλιγγο με την ακαριαία ταχύτητα που εναλλάσσονταν. Καθώς η ημέρα κυλούσε και οι ώρες διαδέχονταν η μια την άλλη, εκείνη συνέχιζε την αδιάκοπη προσπάθειά της να βρει κρυμμένα νοήματα σε φράσεις, μηνύματα, συζητήσεις. Μάταια ελπίζοντας σε μια διάψευση των αμφιβολιών της, σε μια ανέλπιδη τελική απόπειρα να χρωματίσει εκείνον άγιο· παίρνει εκείνη τη θέση του θύτη.

Το βλέμμα του. Εκείνο το πρώτο βλέμμα, εντυπωμένο στον πυρήνα της ύπαρξής της, για εκείνο το βλέμμα ήταν ικανή να αναλάβει την ευθύνη για τα σφάλματα όλου του κόσμου. Όσο και αν επαναστατούσε η φωνή της λογικής, προβάλλοντας χίλια δυο ικανά επιχειρήματα, εκείνη αμετακίνητη λάτρευε αυτό του το βλέμμα. Ίσως το αθώο αγορίστικο στοιχείο, που διέκρινε μόνο εκείνη, πίσω από όλη εκείνη την αντρική ποιότητα, που, σαν από ένστικτο, ένιωθε ότι αναζητούσε μια πατρίδα στο πρόσωπό της. Εκείνο ήταν το στοιχείο του που τη σαγήνευε περισσότερο από όλα. Γυμνό, απαλλαγμένο από περιττά φτιασίδια, τραχύ και συνάμα τόσο απαλό, ακατέργαστο και τόσο μα τόσο απροσδόκητο.

Αυτό και το λακκάκι στο μάγουλό του, έγινε ο κόσμος της όλος. Υποφέροντας σιωπηλά, σε μια μόνιμη αναμονή. Μετέωρη. Απογυμνωμένη. Ρευστή. Εκείνος πέτρινος. Σκληρός. Απόλυτος. Ατέρμονα μη διαθέσιμος. Οι φωνές τους, τα γέλια, οι ανάσες τους, όλα αντηχούσαν στο μυαλό της, προκαλώντας ένα ρίγος σε ολόκληρο το κορμί της, άλλοτε από τρόμο κι άλλοτε από ανομολόγητο, ανέκφραστο πόθο, που λίμναζε μέσα της και της προκαλούσε δυσφορία κάποια βράδια.

Μια ξαφνική ριπή αέρα από το ανοιχτό παράθυρο δίπλα στο γραφείο της την επανέφερε από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο του μυαλού της και πάλι πίσω στο παρόν. Η δυσφορία της γρήγορα έγινε ανυπομονησία, μόλις συνειδητοποίησε ότι σε λίγο θα μπορούσε να φύγει από το γραφείο και ανεμπόδιστα να βυθιστεί ολοκληρωτικά στις πολύτιμες αναμνήσεις της.

Φορώντας τα ακουστικά στα αυτιά της, αφέθηκε στους ήχους της αγαπημένης της μουσικής, καθώς κατηφόριζε τα σκαλοπάτια της οδού Μαρασλή. Ήταν ακόμα νωρίς και ο απογευματινός ήλιος άγγιζε σαν απαλό χάδι το πρόσωπό της. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι δρόσιζε υπέροχα την ατμόσφαιρα, κάνοντάς την ιδανική για μια σύντομη στάση στο αγαπημένο της καφέ στην οδό Σκουφά.

Χρειαζόταν αυτό το μικρό διάλειμμα ανάμεσα στη δουλειά και στο σπίτι της πάντα, σαν ένα μεταβατικό βήμα, από το θορυβώδες κέντρο στην ασφάλεια του ήσυχου προαστίου όπου ζούσε. Σήμερα ειδικά που την απασχολούσε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, είχε ένα λόγο παραπάνω για μια τέτοια στάση.

Απολάμβανε να κάθεται στα μικρά, στρογγυλά τραπεζάκια στην άκρη του πεζοδρομίου, από εκεί, ανεμπόδιστα να αφιερώνεται στην παρατήρηση των ανυποψίαστων περαστικών. Η απόσταση που μεσολαβούσε από το αντικείμενο της παρατήρησής της κι εκείνη, αποτελούσε ένα ασφαλές όριο, που δεν επέτρεπε την ταύτιση μαζί του. Και ταυτόχρονα, της προσέφερε μια παροδική ελευθερία από τη φυλακή των σκέψεών της.

Θύμα του ίδιου του κυνισμού της, σε μια εσωτερική πάλη με έναν αναδυόμενο, ηχηρό ρομαντισμό, που ερχόταν σε απόλυτη σύγκρουση με τη μαθηματική λογική που τη χαρακτήριζε, δυσκολευόταν με αυτή την ολοένα κι αυξανόμενη  μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο.

Κι αυτή η απουσία κίνησης εκείνο το απόγευμα, καθισμένη σ’ εκείνη την φθαρμένη, πράσινη ψάθινη καρέκλα, απελευθέρωσε ένα συναισθηματικό φορτίο, που όμοιό του δεν είχε ξαναβιώσει. Σαν άλλη πρωταγωνίστρια στον σουρεαλιστικό κόσμο του Μουρακάμι, όπου όλα είναι πιθανά, με το πραγματικό και το φανταστικό να σμίγουν, της δημιουργήθηκε ξαφνικά μια πρωτόγνωρη επιθυμία. Να αφεθεί με την ελπίδα να ζήσει όλα όσα έχει στερηθεί μαζί του.

Υπομονετικά και με σταθερά βήματα, να πλησιάσει το κέντρο του μικρού της σύμπαντος, εκείνον, και να αφεθεί, είτε να απορροφηθεί πλήρως από μια πρωτόγνωρη ευτυχία, γοητευμένη μέχρι τέλους, είτε να χαθεί στη λήθη, στη δύναμη της αδιαφορίας του σημαντικού άλλου. Είχε τόσο πολύ πλανέψει τον εαυτό της, ότι εκείνος ήταν μοναδικός, πολύτιμος, τόσο που ίσως δεν τον άξιζε δικό της. Εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα σωτηρίας και αγνοώντας την ισχυρή παρόρμηση όλων των ανθρώπων από καταβολής του κόσμου να κρατηθούν στη ζωή, άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και με αποφασιστικά βήματα, πήρε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της και μετά σ’ εκείνον.

Έσπρωξε τη λευκή σιδερένια πόρτα της μονοκατοικίας όπου έμενε, με μια γνώριμη κίνηση κι ένας οξύς μεταλλικός ήχος βεβαίωσε την είσοδο στη μικρή αυλή που σε υποδεχόταν, στείρα από λουλούδια από καιρό. Η φύση της δουλειάς της και οι διάφορες προσωπικές επιδιώξεις της, δεν άφηναν χρόνο για τη φροντίδα του μικρού αυτού κήπου. Ένα πρωινό, πριν χρόνια, αποφάσισε ότι το γυμνό χώμα της προκαλούσε θλίψη και σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την αποφύγει, κάλυψε τα πάντα με ένα στρώμα ψυχρού τσιμέντου, για να ανακαλύψει αργότερα, προς απογοήτευσή της, ότι απλά χρωμάτισε τη θλίψη εκείνη με χρώμα γκρι, θυμώνοντας με την αφέλειά της. Αυτή η αστική μονοκατοικία φάνταζε καθηλωμένη σε μια άλλη εποχή, σαν απομεινάρι μιας ευτυχίας που έσβησε με το πέρασμα του χρόνου, ανίκανη να εξαφανιστεί, αφέθηκε να ξεθωριάζει σκόπιμα.

Καθώς το νερό του ντους κυλούσε επάνω στο σώμα της, η σκέψη της σχημάτιζε κύκλους, καθώς αναλογιζόταν νέα δεδομένα που ίσως ανέτρεπαν την απόφαση που είχε πάρει νωρίτερα. Και κάθε νέος κύκλος, έφερνε ένα καινούργιο ερώτημα, άλλη μια πιθανή ανατροπή στο ουτοπικό της σενάριο. Όμως όχι, δε θα επιτρέψει στην αμφιβολία να μπει λαθραία στην καρδιά της. Αρκετά. Κανένας φόβος. Καμία υποχώρηση. Θα σεβαστεί το συναίσθημά της, ακόμα και αν αυτό την καταστρέψει.

Ο καθρέφτης του μπάνιου, θολός από τους υδρατμούς που είχαν γεμίσει το δωμάτιο, έκρυβε επιμελώς το είδωλό της. Σκουπίζοντάς τον με τη λευκή πετσέτα της, ήρθε αντιμέτωπη με μια παράδοξη εικόνα, γεμάτη αντιθέσεις. Η φθορά του χρόνου αποτυπωμένη στο δέρμα του προσώπου της, σε πλήρη αντιδιαστολή, ένα ζωηρό βλέμμα, που φλεγόταν από νεανικό ενθουσιασμό. Η δύναμή της ήταν αυτή ακριβώς η παιδική της ευαισθησία κι ο αυθορμητισμός της, που μπορούσε να συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.

Φοράει το καλό της φόρεμα στο ημίφως του δωματίου της. Τρομάζει. Εικόνες από ξένα σώματα αγκαλιασμένα έρχονται στο νου της κι εκείνη σκέφτεται τη μοναξιά που ακολουθεί μετά, όταν χωρίζουν. Σαν απάντηση σε μια ερώτηση που ποτέ δεν της έγινε, μονολογεί.

«Ποτέ δε σταμάτησα να σε σκέφτομαι.»

Νιώθει ότι αυτή η πρόταση τη λυγίζει, την αποδυναμώνει, την ντροπιάζει. Ακόμα κι αυτή την ύστατη στιγμή, αμφιταλαντεύεται. Τόσο καιρό θεωρούσε ότι ο χρόνος είχε διευθετήσει το θέμα και τώρα βρίσκεται πάλι μπροστά της, υπερβαίνοντας όση δύναμη της έχει απομείνει. Σε μια απεγνωσμένη κίνηση να αποτινάξει την ευθύνη από πάνω της, παίρνει ένα κέρμα ξεχασμένο στο κομοδίνο της και το πετάει στον αέρα. Ας αποφασίσει η μοίρα, εκείνη που τους έφερε κοντά τότε.

Και για μια στιγμή, όλα είναι πιθανά.

 

To be continued… 

Συντάκτης: Βασιλική Υψηλάντη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου