Φαντάζει ένα χιλιοειπωμένο κείμενο, αλλά δε θα είναι. Δε θα σου πω για τον πόνο του χωρισμού, για δάκρυα, σκληρά λόγια, υπερβολικές κουβέντες. Δε θα σου πω να μη φτάσεις ως εκεί και να προσπαθήσεις να σώσεις τη σχέση σου. Είναι το φινάλε, αποδέξου το με ψυχή.

Χωρισμός. Λες τη λέξη και κάτι κάνει θόρυβο μέσα σου. Άσχημο θόρυβο. Θες να κλείσεις τ’ αυτιά σου για να μην τον ακούς. Έγινε όμως κι ίσως είναι απ’ τις φορές που για διάφορους λόγους δεν μπορείς να το σώσεις. Είναι οριστικό. Συμβαίνει κι αυτό. Δεν κάνει εξαιρέσεις σε κανέναν. Μας θυμάται όλους ο χωρισμός και μας επισκέπτεται σε διάφορες περιόδους της ζωής μας. Δεν έχουμε παρά να τον αποδεχτούμε. Γεγονός. Αλλά να τον αποδεχτούμε με σεβασμό σ’ ό,τι προϋπήρχε πριν επέλθει εκείνος.

Δεν μπορείς, απλώς δεν μπορείς να τερματίζεις μια σχέση μέσω τηλεφώνου, μηνύματος ή e-mail. Δε γίνεται. Μη σε νοιάζει, αν τρέμουν τα πόδια σου, μόνο στην ιδέα ότι θα δεις τον άλλον και θα πρέπει να του πεις κάτι τόσο δύσκολο. Δεν έχει σημασία, αν φοβάσαι, αν νιώθεις ευάλωτος ότι μπορεί να σου αλλάξει γνώμη, ή αν απλώς βαριέσαι να μπεις σ’ αυτήν τη διαδικασία. Πρέπει να μπεις.

Για εσένα. Για την ηθική σου, για να τα έχεις καλά με το μέσα σου. Για τον άλλον άνθρωπο. Για το σεβασμό που του έχεις, τις στιγμές που μοιραστήκατε, τα όνειρα που κάνατε μαζί. Το θέμα είναι ότι ήσασταν για κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, «ένα», αυτό από μόνο του σε «υποχρεώνει» να κοιτάς τον άλλο στα μάτια όταν θα του λες την απόφασή σου. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς όλα τα παραπάνω τα γνωρίζουμε και τα σκεφτόμαστε τη δύσκολη ώρα.

Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που αξίζει να μπούμε σ’ αυτήν την, αναμφισβήτητα, επίπονη διαδικασία. Όλα τα τελευταία. Το φιλί, η αγκαλιά, το βλέμμα. Ασύγκριτα. Αυτό το φιλί είναι ξεχωριστό. Δεν είναι φιλί συνήθειας, ούτε πάθους. Είναι χείλη που ενώνονται μεταξύ τους για τελευταία φορά. Είναι ανάσες γνώριμες, που σε λίγα λεπτά δε θα εισπνέουν πια τον ίδιο αέρα. Είναι μάτια κλειστά, που περνάνε από μπροστά τους όλα τα όμορφα σε δευτερόλεπτα. Είναι η γεύση του άλλου, που όπου και να την ξαναψάξεις δε θα βρεις την ίδια.

Είναι κι αυτή η αγκαλιά. Αυτή που γνωρίζοντας ότι πλησιάζει το τέλος θες να σταματήσει ο χρόνος και να μείνεις μέσα της. Είναι που ακούς τους χτύπους της καρδιάς του άλλου ν’ αυξάνονται με μανία, απ’ όλα τα συναισθήματα που τον κατακλύζουν εκείνη τη στιγμή. Αυτή η καρδιά που ξάπλωνες πάνω της για να κοιμηθείς και που την ακούς ίσως για τελευταία φορά. Είναι αυτά τα χέρια που σφίγγουν τη μέση σου ή το λαιμό σου και τα νιώθεις να τρέμουν απ’ την ένταση. Είναι και που βάζεις το πρόσωπό σου στο λαιμό του ανθρώπου σου και νιώθεις το σφυγμό του σαν να είναι ο δικός σου. Είναι η τελευταία σας αγκαλιά, ας είναι η πιο σφιχτή απ’ όλες.

Άφησα το βλέμμα τελευταίο. Είναι εκείνο το λεπτό, που έχουν ειπωθεί όσα έπρεπε, τα φιλιά κι οι αγκαλιές αποτελούν ιστορία κι έχει φτάσει η ώρα του αποχωρισμού. Τότε έρχεται η τελευταία ματιά. Ίσως τα βλέμματά σας να μη διασταυρωθούν ποτέ ξανά. Μόνο και μόνο επειδή το γνωρίζετε αυτό, θα κοιταχτείτε μ’ όλη την αγάπη του κόσμου. Είναι όλη η κοινή σας ζωή σ’ ένα επίμονο βλέμμα, μετά σπασμένο χαμόγελο και μετά νέα ζωή.

Είτε ήσουν τρελά ερωτευμένος είτε όχι, είτε υπήρξατε μαζί για χρόνια είτε για λίγους μήνες, είτε νιώθεις ακόμη είτε όχι, δεν πρέπει να χάσεις αυτές τις στιγμές. Μη φύγεις «σιωπηλά». Φύγε με καρδιά και ψυχή. «Θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ’ το πρωί να μου γελάς κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις να είναι σαν να μ’ αγαπάς», ο Θηβαίος το τραγούδησε, εγώ στο γράφω για να θυμάσαι στα δύσκολα να γελάς και ν’ αγαπάς.

Κι αν δε σου βγαίνει, κάνε το να μοιάζει σαν να το εννοείς. Δεν έχει παρακάτω, κοιτάτε αλλού πια. Τι σου έμεινε απ’ τον άνθρωπό σου; Ελπίζω η γεύση του, τα σημάδια απ’ τη σφιχτή αγκαλιά του και το γεμάτο συναισθήματα τελευταίο βλέμμα του. Δύναμή σου για τη συνέχεια.

Συντάκτης: Μαρία Σοφιανού
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου