Δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει μέσα σε μια καθημερινότητα που όλα γίνονται πιο περίπλοκα. Κι όχι επειδή εμείς σκεφτόμαστε πολύ, αλλά επειδή είναι σαν να επιβάλει με κάποιο τρόπο το χάος, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Είναι ένας πολύ γενικός πρόλογος, αλλά άμα το καλοσκεφτούμε, μάς πηγαίνει σε κάτι αρκετά συγκεκριμένο και για τις μεταξύ μας σχέσεις και τον τρόπο που βλέπουμε πια τον κόσμο. Tην καχυποψία. Τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται, σε όλα υπάρχει μυστική πρόθεση, ανειλικρίνεια, δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει το απρόοπτο, εκείνο που δεν είδες και δεν προέβλεψες. Πρέπει το κάθε τι που ζεις, να έχει κι ένα πίσω κείμενο, ψιλά γράμματα, κρυφό όρο.

Η αλήθεια είναι πως πια δεν πιστεύουμε στο καλό. Μπορεί οι άνθρωποι που το εκπροσωπούν και κρατούν τις ισορροπίες να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, αλλά κι αυτούς ακόμα, πάντα κάτι θα τους φορτώσουμε, κοιτώντας με καχυποψία την κάθε τους κίνηση και στο τέλος, ή δε θα τους θέλουμε κοντά μας γιατί δε θα μας πείθουν, ή θα τους βγάλουμε το παρατσούκλι weirdo, γιατί κάποια παραξενιά πρέπει να έχεις για να διαλέγεις την καλοσύνη στους άγριους αυτούς καιρούς.

Γνωρίζουμε έναν άνθρωπο και τον κοιτάμε από πάνω μέχρι κάτω. Ίσως είναι μια ενστικτώδης κίνηση που κάνουμε όταν θέλουμε να καταλάβουμε κάποια πράγματα, χωρίς απαραίτητα να αρθρώσουμε λέξεις. Τεστάρουμε διαρκώς και τους πάντες από το πρώτο δευτερόλεπτο. Κι όταν ξεκινήσουμε να μιλάμε, οι κουβέντες μας θα είναι διερευνητικές και με σκοπό να ξεσκεπάσουν το κουσούρι που σίγουρα υπάρχει. Το κρυφό νόημα. Άσχετα αν εμείς λέμε από την αρχή ξεκάθαρα κάποια πράγματα ή όχι.

Κι αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του κι όλα είναι φυσιολογικά, μάς φαίνεται περίεργο, ψάχνουμε να βρούμε ακόμα πιο έντονα πού κρύβεται η παγίδα. «Δεν μπορεί», λέμε και γινόμαστε μανιακοί. Μέχρι να βρούμε εκείνο το -κατά την κρίση μας- αρκετά ύποπτο, για να ξεκόψουμε και να επιβεβαιωθούμε. Ασχέτως που αν μετά από καιρό καταλάβαμε πως υπερβάλαμε.

Αν τύχει και βρεθείς στην πλευρά εκείνου που δέχεται την αναίτια καχυποψία, πάλι, αρρωσταίνεις κι εσύ. Βλέπεις όλα τα βλέμματα πάνω σου, που σκοπό έχουν να βρουν κάθε γωνιά της ψυχής σου και να την «ταιριάξουν» (ή πιο σωστά συγκρίνουν) με τη δική τους. Καθ’ όλη την ώρα που εκφράζεις τις σκέψεις σου ή απαντάς σε πράγματα που σε ρωτάνε, νιώθεις αμηχανία, κριτική, ανάγκη για υποβάθμιση. Και κάποια στιγμή, αν αντέξεις όλες τις δοκιμασίες στις οποίες θα σε υποβάλουν, όλα αυτά κόβονται, αν και θα παραμείνεις ο weirdo της παρέας. Και όχι επειδή ντύθηκες ή είπες κάτι περίεργο, αλλά επειδή οι απόψεις σου ήταν πολύ δομημένες, ξεκάθαρες, ειλικρινείς, καλοπροαίρετες. Τι λες μωρέ που θα ξεφύγεις;

Λίγο θλιβερό να είμαστε τόσο μακριά από την πίστη στην καλοσύνη. Λίγο θλιβερό να κάνουμε σχέσεις που δεν πιστεύουμε λέξη από όσα μας λένε, λίγο άρρωστο να ψάχνουμε παντού τον εχθρό. Μπορεί ο καθένας να λέει ό,τι θέλει για τον άλλον, αλλά άμα ξέρουμε τον εαυτό μας ή αν έχουμε έστω την τάση να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειές μας, τότε ίσως να υπάρξει ξανά η αξία της καλής πρόθεσης. Ίσως αν βάλουμε μπροστά τον καλό εαυτό μας πρώτα εμείς, να φτιάξουμε έναν κόσμο που αυτό τελικά θα γίνει το δεδομένο.

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου