Όλοι μας έχουμε αυτόν το φίλο, που έχει ένα τσακ τρέλας παραπάνω απ’ τους υπόλοιπους. Βέβαια η δική μου φίλη μπορεί να πάρει και βραβείο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα μετά το τελευταίο της κατόρθωμα. Αυτή η φίλη λοιπόν μένει δίπλα από ένα νεαρό ζευγάρι. Για κάνα μήνα περίπου, τους άκουγε σχεδόν καθημερινά να τσακώνονται για το ποιος θα βάλει σκούπα. Κάπως είχαν καταφέρει να μοιράσουν όλες τις υπόλοιπες δουλειές χωρίς πρόβλημα, αλλά το θέμα του σκουπίσματος ήταν φαίνεται το αδύναμό τους σημείο. Όταν κάποια στιγμή κι αυτή η δόλια έφτασε στο ζενίθ των ορίων της, πήρε ένα χαρτί κι ένα στυλό και άφησε ένα ωραιότατο ραβασάκι κάτω απ’ την εξώπορτα λέγοντας, «Εκ μέρους της γειτονιάς, σας προτείνουμε μια σκούπα ρομπότ που είναι και της μόδας, αλλιώς χωρίστε τελοσπάντων να ησυχάσουμε όλοι». Για να μην τα πολυλογώ, το διαμέρισμα προσφέρεται ξανά για ενοικίαση και η φίλη για γείτονας προς αποφυγήν.

Άδικο πάντως δεν είχε. Τόσα νεύρα για ένα σκούπισμα δε δικαιολογούνται. Και να πεις μένανε σε καμιά βίλα στο Πόρτο Χέλι, ένα δυάρι στο Παγκράτι είχανε, κι αυτό με ένα μπαλκονάκι-δείγμα, σαν αυτά του ικέα. Φώναζε το πράγμα απ΄το μίλι˙ το πρόβλημα ήτανε αλλού. Πού να το ψάχνεις όμως τώρα, να μπαίνεις και σε συζητήσεις μεσημεριάτικα. Καλύτερα δεν είναι να γκρινιάζεις που ο ουρανός δεν είναι αρκετά γαλανός, να θυμώνεις που το φανάρι κάνει μισό αιώνα να αλλάξει και να ρίχνεις κι ένα βρισίδι, έτσι για το καλό, πριν πάει η ώρα πέντε; Σάμπως κι όλοι μας έτσι δεν κάνουμε όταν μας τρώει κάτι; Σαν κινητά ηφαίστεια με συνεχείς αναθυμιάσεις και ξαφνικές εκρήξεις είμαστε. Και από αποτέλεσμα, υπό το μηδέν.

Για κάποιους βέβαια μπορεί να θεωρείται απλούστατα το πρώτο μέρος μίας υγιούς διαδικασίας ανασκόπησης. Ξεκινάς, ας πούμε, γκρινιάζοντας για άκυρα θέματα, όπως η σκόνη στο καπάκι της τουαλέτας ή το ρολό του παραθύρου που κολλάει κάθε φορά που πας να το ανεβάσεις, συνεχίζεις με πιο σοβαρά ζητήματα όπως είναι η αλλαγή στο σύστημα ταξινόμησης στις σάλτσες του σουπερμάρκετ και όταν πια φτάσεις ένα βήμα πριν την απόλυτη παράνοια, αντιλαμβάνεσαι ότι ο θυμός και τα νεύρα σου, μάλλον θα πρέπει να οφείλονται σε κάποια πιο ουσιώδη αιτία-όχι ότι θέλω να υποτιμήσω το φαινόμενο σουπερμάρκετ, που πας για ένα πέστο και τρως δυόμιση ώρες στο ψάξιμο.

Για άλλους πάλι μπορεί να είναι το πρώτο και το τελευταίο μέρος. Βλέπεις, το να μπορείς ν’ αντιδράς σε ό,τι σε καταπιέζει δεν είναι πάντοτε δεδομένο, αντιθέτως για κάποιους, μπορεί να θεωρείται και προνόμιο. Πολλάκις η συνθήκη δεν είναι κατάλληλη, ο χώρος δεν το επιτρέπει, τα άστρα δεν είναι ευθυγραμμισμένα και γενικότερα κλάφ’ τα Μαριώ μου. Ακόμη δηλαδή το ΄χω παράπονο με τις φωνές της φιλολόγου στην τρίτη γυμνασίου, όταν με έπιασε τάχα μου και καλά να αντιγράφω. Αλλά τι να κάνεις, να ξεκινήσεις κόντρα στο ποιος φτάνει τη πιο ψηλή νότα; Και το κακό μάλιστα είναι πώς ενώ για αρκετούς από εμάς έχουν περάσει χρόνια από τότε, η σχέση αυτή κατάφερε με κάποιο τρόπο να αντικατασταθεί από αφεντικά και ανωτέρους, τουτέστιν, στα ίδια μείναμε.

Η διαφορά βέβαια είναι πως τώρα πια, κατιτίς παραπάνω το μάθαμε. Ξέρουμε πλέον να ξεχωρίζουμε πότε ο θυμός μας προξενείται από αιτία ή απλούστατα αποτελεί την αφορμή της υπόθεσης. Ξέρουμε και λίγο καλύτερα πώς να τον διαχειριστούμε- λέμε τώρα. Κι άμα πατάμε και καμιά παραπάνω φωνή στους πεζούς που πετάγονται σαν μανιτάρια στη μέση του δρόμου συγχωρέστε μας, η δύναμη της συνήθειας.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου