Η Γαλλία μετράει ήδη δύο χρόνια από την πρώτη φορά που εφάρμοσε το λεγόμενο νόμο του “catcalling”, δίνοντας ένα παράδειγμα προς μίμηση για τις υπόλοιπες χώρες. Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει αυτός ο καινούργιος ορισμός, που έρχεται να προβληματίσει ως προς την αναγκαιότητα της εξαρχής δημιουργίας του. Το catcalling λοιπόν αφορά την οποιαδήποτε χειρονομία ή λεκτική προσβολή η οποία εμπερικλείεται στο γενικότερο πλαίσιο της παρενόχλησης σε εξωτερικούς χώρους, όπως οι δρόμοι και έχει ερωτικό προσανατολισμό.

Από τότε που πρωτοεφαρμόστηκε ως νομοθεσία, έχουν ήδη εκδοθεί εκατοντάδες πρόστιμα, τα οποία αφορούν σφυρίγματα, προσβολές ή ακόμη και παρακολούθηση, ενώ σε πιο ακραία περιστατικά, αγγίγματα και ασέλγεια. Αν και ενθαρρυντικό ως γεγονός, το ότι έχει δημιουργηθεί ένας τέτοιος νόμος, καθώς μέχρι πρότινος δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα έχει πολύ μεγαλύτερη προέκταση από αυτή που φανταζόμαστε. Αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο στη Γαλλία αλλά κάθε χώρα ανά την υφήλιο, με κάποιες περιπτώσεις να βρίσκονται σε χειρότερη θέση από άλλες. Τη δεδομένη τουλάχιστον στιγμή, το συγκεκριμένο φαινόμενο βρίσκει τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων να αφορούν άτομα αρσενικού φύλου, κάτι το οποίο προβληματίζει ακόμη περισσότερο, ενώ τις περισσότερες φορές τα αναφερόμενα περιστατικά περνάνε απαρατήρητα και αντιμετωπίζονται με αδιαφορία από τις αρχές.

Οι απορίες που γεννώνται είναι πολλές και κάποιες δικαίως, μπορεί να είναι και αλληλοσυγκρουόμενες. Ποιος για παράδειγμα μπορεί να καθορίσει τη γραμμή μεταξύ μιας έντονης χειρονομίας, στην προσπάθεια κάποιου να φλερτάρει, από μια άσεμνη κίνηση η οποία φέρνει σε δύσκολη θέση κάποιον και θεωρείται προσβλητική; Εάν θέλουμε να παίξουμε και τον δικηγόρο του διαβόλου, ας σκεφτούμε λίγο πώς σε οτιδήποτε έχει αντίστοιχο υπόβαθρο, το καθετί μπορεί για κάποιον να είναι άσεμνο ενώ ταυτόχρονα για κάποιον άλλον να είναι ελκυστικό. Μα σίγουρα κάπου τραβιέται μια γραμμή.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, μπορεί να βρει ο καθένας πάτημα για να δικαιολογήσει κάθε πράξη του. Ίσως γι’ αυτό και μόνο, να μην είναι αρκετό το να εφαρμόζεται ένας νόμος, ο οποίος να απαγορεύει συγκεκριμένες λεκτικές φράσεις ή χειρονομίες. Όπως καλά ξέρουμε ο κάθε νόμος δημιουργεί παραθυράκια όπου ο καθένας μπορεί να τυλίξει τις πράξεις του σε μια κόλλα χαρτί και να την περάσει από τη χαραμάδα, στην προσπάθειά του να γλιτώσει τις συνέπειες. Αν όμως προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την αιτία του προβλήματος, τον λόγο που τέτοιες χειρονομίες βρίσκουν το περιθώριο, όχι μόνο να εφαρμόζονται αλλά και να περνούν αψήφιστα από την αντίληψή μας, κάνοντάς μας καθημερινά θεατές σε ένα κακογραμμένο σενάριο, ίσως τότε καταφέρουμε να  προσεγγίσουμε το ζήτημα με έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Ανέκαθεν το φλερτ υπήρχε στην καθημερινότητά μας, χωρίς πάντοτε να αποσκοπεί άμεσα σε κάτι.  Με μια άλλη οπτική, μπορεί κανείς να πει πώς αποτελεί έναν πιο παιχνιδιάρικο και ερωτικό τρόπο επικοινωνίας. Όπως βέβαια προδίδουν και οι λέξεις, το παιχνίδι προξενεί χαρά. Όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, το πιο συνετό είναι να σταματάμε το ίδιο το παιχνίδι. Εκεί είναι που χαράζεται με ευκρίνεια κάθε όριο στο πώς να συμπεριφερόμαστε. Για να διακρίνουμε τη νοητή αυτή γραμμή, δε χρειάζονται νόμοι αλλά παιδεία και κοινωνική μόρφωση. Χρειάζεται να φέρει κανείς σεβασμό πρωτίστως απέναντι στο άτομο. Χωρίς διάκριση ανάμεσα σε γνωστούς και αγνώστους, γυναίκες ή άντρες, ντόπιους ή ξένους. Έπειτα, κάθε απρέπεια μπορεί πιο εύκολα να περιοριστεί ανεξαρτήτως από πού προέρχεται και γιατί.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου