Αν εδώ η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη και κυρίως μονολεκτική, η σημερινή συζήτηση μπορεί και να σε δυσκολέψει. Γιατί το ερώτημα πλέον δεν είναι το αν παίρνει κανείς προφυλάξεις, αλλά το αν αυτό είναι πλέον αρκετό. Και η απάντηση εδώ είναι ένα μεγάλο όχι.

Το γιατί, περιλαμβάνει ένα σωρό από διαφορετικούς λόγους. Το ότι οι προφυλάξεις δε μας προστατεύουν από τα πάντα. Το ότι τα προφυλακτικά δεν είναι ένας αόρατος, ή μάλλον εμφανώς ορατός μανδύας που τον φοράς και ξαφνικά σου φεύγουν όλες οι έγνοιες. Το γεγονός πως η αποκλειστικότητα όπως και η ασφάλεια που αυτή συνοδεύει, δεν είναι πάντοτε δεδομένα. Και το ακόμη σημαντικότερο που λέει πως τα αναπάντεχα συμβαίνουν και μπορεί να συμβούν ανά πάσα στιγμή και στον καθένα από εμάς, γι’ αυτό εξάλλου τα ονομάζουμε κι αναπάντεχα.

Κι εδώ έγκειται η μεγαλύτερη δυσκολία κι αυτή δεν είναι το να αναγνωρίζουμε την πιθανότητα να μας μεταδοθεί κάτι άρα και την αναγκαιότητα να προστατευτούμε από αυτό. Το ακόμη πιο δύσκολο για τον καθένα είναι το να αναγνωρίζει την πιθανότητα να έχει ο ίδιος κάτι το οποίο να είναι μεταδοτικό για τους άλλους και την ευθύνη που φέρει να τους προστατέψει με τον ίδιο τρόπο που θα προστάτευε και τον ίδιο. Κι αυτή η αναγνώριση είναι που τελικά μπορεί να δώσει και τη λύση. Γιατί αυτή θα επιφέρει και την ανάγκη να γνωρίζεις αν όντως έχεις κάτι. Αυτή θα σε οδηγήσει έξω απ’ την πόρτα του γιατρού. Αυτή θα σου δώσει και την τελική απάντηση. Τουλάχιστον για εκείνη την στιγμή. Και η στιγμή περνάει. Οπότε καλό θα είναι αυτή η αναγνώριση να παραμείνει και για τις επόμενες στιγμές που θα ‘ρθουν. Γιατί όπως και με το προφυλακτικό, έτσι και με τις εξετάσεις, αν το κάνεις μόνο την πρώτη φορά για το ξεκάρφωμα, στον κόπο θα μείνεις και χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.

Η αναγνώριση δεν είναι η μόνη δυσκολία βέβαια. Γιατί σε προσωπικό επίπεδο μπορεί και να το έχουμε καταφέρει κάπως. Αυτό όμως δεν είναι μόνο μια προσωπική υπόθεση. Αφορά και τρίτους, συμπεριλαμβάνει κι άλλα άτομα. Και τότε είναι που επέρχεται και η συζήτηση. Μια συζήτηση που δεν έχουμε μάθει-ή δε μας έχουνε μάθει-να την κάνουμε. Κι αυτό την κάνει αυτομάτως πιο δύσκολη. Άβολο το να ζητάς τις εξετάσεις απ’ τον άλλον, ιδιαιτέρως όταν μια πιθανή απάντηση είναι και το «Έχω ένα lower κι αυτό αν σου κάνει». Ιδιαιτέρως όταν σε μια τέτοια περίπτωση περνάνε σκέψεις του τύπου «Έχει κάτι να φοβάται και θέλει να κάνουμε εξετάσεις;».

Και η απάντηση είναι απλή. Ναι, έχει. Από εμένα, από εσένα κι από τον οποιονδήποτε άλλο. Κι οκ, ίσως αυτό να είναι αυστηρό να ειπωθεί, μα δεν μπορείς να παίξεις με τις πιθανότητες. Είναι ένας τομέας που το να συμπεράνεις το χειρότερο και να προ φυλαχτείς το περισσότερο, είναι μια πολύ καλή τακτική. Ιδίως όταν σου προσφέρεται με τρόπο απλό που έρχεται σε τετράγωνη συσκευασία χρώματος συνήθως ασημί. Κι είναι πια ανόητο να θεωρείται ταμπού το να το ζητήσεις, όπως είναι κι αφελές να θεωρείς πως χωρίς αυτό δεν έγινε και τίποτα. Οπότε η μόνη λύση, στην άρνηση προφύλαξης είναι η άρνηση γενικώς. Κι εδώ δε χωράνε και πολλά.

Και πηγαίνοντάς το ένα βήμα παραπέρα, ίσως να είναι εξαιρετικά άβολο, μα είναι δικαίωμά σου να θέλεις τις εξετάσεις αυτές χωρίς να κουβαλάς το ταμπού του «και πώς να το ζητήσω». Δε χρειάζεται να πας με φόρα σίφουνα, ούτε είναι σκοπός να μπει ο άλλος στη γωνία. Μα πηγαίνοντας με στοιχεία, ήρεμα αλλά κι αυστηρά και εξηγώντας πως θα νιώσεις περισσότερο άνετα ξέροντας πως είστε ασφαλείς, το να το κατανοήσει είναι μονόδρομος.

Σε άλλα νέα βέβαια, η ασφαλής επαφή είναι η ανύπαρκτη. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος υπάρχει και είναι πάντοτε εκεί, μικρός ή μεγάλος. Κι αυτό δε σημαίνει πώς θα πρέπει να σταματήσουμε ή να περιορίσουμε αυτό που κάνουμε ή να σταματήσουμε να το χαιρόμαστε βάζοντας έναν μεγάλο φόβο ανάμεσα στα πόδια μας. Ούτε να ρίξουμε ευθύνες στη διαδικασία. Ποιος θα το ήθελε εξάλλου αυτό. Αυτό σημαίνει πως είναι στο χέρι μας να το κάνουμε όσο πιο ασφαλές γίνεται, για τους εαυτούς μας και για όσους επιλέγουν να το μοιράζονται αυτό με μας. Αυτή είναι η επιλογή μας. Κι αυτό το ζητάς και το πράττεις. Χωρίς περιστροφές. Κι αν πρέπει να πείσεις ή να πειστείς τότε μάλλον δεν είσαι με τον σωστό άνθρωπο.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου