Μπορεί για κάποιους το μπλε, να είναι χρώμα-σύμβολο της μελαγχολίας και της θλίψης, αλλά όταν εγώ σκέφτομαι το μπλε να απλώνει τις αποχρώσεις του επάνω μας, νιώθω γαλήνη και δροσιά. Νιώθω λες και neon μικρά φωτάκια είναι κρεμασμένα στα πεύκα, κάτω από τα οποία φιλιόμαστε και φωτίζουν τη σκοτεινή θάλασσα, που ο ήχος της μάς νανουρίζει.

 

Σκηνή πρώτη-Απόγευμα 

Μπαίνουμε στο αμάξι και τέρμα η μουσική. Πλάι στα φιλαράκια ξεκινάμε ένα ταξίδι μακρινό. Τουλάχιστον στο μυαλό μου έτσι είναι. Περνάμε βουνά, χωριά, ταβέρνες, διασχίζουμε τον ουρανό, ακουμπώντας άστρα και γαλαξίες. Το αεράκι χτυπάει το πρόσωπό μου και τινάζει τα μαλλιά μου. Η μυρωδιά της θάλασσας, σημαίνει πως φτάνουμε. Δεν πήρα πολλά πράγματα μαζί μου, μόνο τα απαραίτητα. Τα πιο σημαντικά είναι οι μπίρες και τα τσιγάρα, το εισιτήριό μας για να ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα, που μας ταλανίζει.

Αράζουμε τα κορμιά μας στην αμμουδιά κι αρχίζουμε να γνωριζόμαστε. Το ψυγείο, ξεχειλίζει από παγάκια και βάζεις το χέρι σου, να πιάσεις μια μπίρα για τον καθένα μας. Ψάχνω τον αναπτήρα και μου πετάει ο φίλος το δικό του. Ανάβω το πρώτο τσιγάρο από τα πολλά- ήταν μια δύσκολη μέρα και μονάχα το άκουσμα του γέλιου τους και της θάλασσας θα μπορούσε να με κάνει να τα ξεχάσω όλα.

 

 

Σκηνή πρώτη-Βράδυ-Ένας χρόνος μετά 

Στα ίδια μέρη δεν ξαναπήγαμε, γιατί οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Πολύ θα ήθελα να ήμασταν εδώ μαζί και να γελάμε όπως πέρυσι. Να ψάχνω αναπτήρες και να τραγουδάμε. «Σού αρέσει η παρέα μας;» με είχε ρωτήσει ο φίλος και χωρίς να ξέρω τι ωραίες στιγμές θα περνούσαμε τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο, εγώ είχα πει «ναι» δίχως δεύτερη σκέψη.

Η ζωή αλλάζει και οι άνθρωποι προχωράμε. Γι’ αυτό όλοι λέμε στον εαυτό μας «ζήσε το τώρα». Γιατί, αλήθεια, το αύριο μπορεί να είναι τόσο διαφορετικό. Μπορεί να στενοχωρηθείς, να τσακωθείς, να αγανακτήσεις και να φύγεις. Κάθεσαι και σκέφτεσαι πόσο ωραίες ήταν κάποιες στιγμές και πως δε θα τις ξαναζήσεις. Όχι απαραίτητα γιατί δεν μπορείς, αλλά γιατί ποτέ, καμία μέρα δεν μπορεί να αντιγράψει μια άλλη και ποτέ κανένας δε θα είναι το ίδιο. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί εξελίσσεται, μαθαίνει, μεγαλώνει και αλλάζει. Ή άλλες φορές, σε απογοητεύει. Τον πληγώνεις. Και κάπως έτσι οι δρόμοι χωρίζονται. Σε κλάσματα δευτερολέπτου.

Έχεις σκεφτεί σίγουρα, κάποια στιγμή στη ζωή σου, να κάνεις μια πολυπόθητη επανένωση, να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία, να πάρεις το πράγμα αλλιώς. Φοβάσαι, όμως, πως τίποτα δε θα είναι το ίδιο. Κι αυτό, πιστεύω, είναι που πονάει πιο πολύ. Διότι νοσταλγείς μια εικόνα, μια ανάμνηση, ένα συναίσθημα που τη δεδομένη στιγμή το ένιωσες, γιατί έτσι ήταν τα ερεθίσματά σου. Θες να πας πίσω και να τα ζήσεις όλα από την αρχή, για χάρη της φιλίας, της παρέας και του καλοκαιριού, που σάς ένωσε.

Όλοι περνούν από τη ζωή μας και βγάζουν προς τα έξω κομμάτια του εαυτού μας, που ούτε εμείς ξέραμε πως υπάρχουν. Γινόμαστε λίγο καλύτεροι, λίγο πιο χαρούμενοι, λιγότερο αγχώδεις και περισσότερο παρορμητικοί. Όλα, όμως, διαρκούν λίγο και οι στιγμές ξεγλιστρούν από τα χέρια μας σαν την άμμο, που στήριζα το κουτάκι της μπίρας μου. Ναι, μού λείπει η παρέα μας. Μού λείπει αυτό που είχαμε, γιατί δεν το είχα βρει πουθενά και δεν ξέρω εάν θα το ξαναβρώ.

Πέρασα προχθές από εκεί που αράζαμε κι ήρθαν όλες οι αναμνήσεις μαζί με το αεράκι που χάιδεψε το πρόσωπό μου. Η πινακίδα του mini market με τα μπλε γράμματα ξύπνησε μέσα μου όσα ζήσαμε εκείνο το βράδυ και κανένα άλλο, από τότε μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει το ίδιο.

 

Σκηνή δεύτερη-Βράδυ 

«Ξεμείναμε από μπίρες» είπε η φίλη. Κι εγώ κι εσύ σηκωθήκαμε να πάμε να πάρουμε. Μού είπες πως έχει ένα mini market εδώ κοντά κι ελπίζαμε να είναι ανοιχτό. Να πάρουμε και τσιγάρα, σκέφτηκα γιατί είχαμε ξεμείνει κι απ΄αυτά. Μπήκαμε στο αμάξι κι ακούσαμε τον φίλο να λέει «μην αργήσετε».