Βρε, τι πτυχία και μεταπτυχιακά κι αν κουβαλά ο καθένας στη πλάτη του, όταν είναι να μιλήσει για τον έρωτα, έχει βγάλει στη φόρα ειδίκευση, εξειδίκευση και περιμένει να του σταλεί απ’ τη γραμματεία και η προαγωγή σε διδάκτωρ. Τόση γνώση να ‘χε ο καθένας στον τομέα του, θα ήταν μέχρι τώρα υφυπουργός και βάλε. Γιατί ο έρωτας φίλε τι είναι; «Ο πόνος είναι κι η χαρά της ζωής»- Μιχαλάκης, 7 χρονών.

Όχι πες, έχεις ρωτήσει ποτέ κανέναν τι είναι ο έρωτας και σου ‘πε « Α εγώ δεν ξέρω ακόμη, δεν έχω καταλήξει». Όχι βέβαια. Όλοι μας τον ξέρουμε και μάλιστα πολύ καλά, ή τουλάχιστον κάνουμε ότι τον ξέρουμε. Κι αφού τον ξέρουμε όλοι τόσο καλά αυτόν τον φερόμενο ως έρωτα, γιατί δε συμφωνούμε επιτέλους στο ποιος είναι; Τόση διαφωνία και τόσες παρεκκλίσεις ούτε στο μεσανατολικό δε βρίσκεις πλέον. Παρ’ ολ’ αυτά συνεχίζουμε με σθένος να υποστηρίζουμε τη θέση μας κι ας διαφέρει έως και κατηγορηματικά, από τις υπόλοιπες 7,8 δισεκατομμύρια γνώμες πάνω στον πλανήτη. «Τι ξέρουν κι αυτοί άλλωστε, σάμπως κι έχουν ζήσει αυτό που έζησα εγώ;». Φυσικά και όχι κι αν όντως κανείς το ζούσε, πέρα από πρωτοφανές στα δεδομένα, πιθανότατα δεν θα ‘ταν κι αρκετό για να διαμορφώσει την ίδια άποψη με σένα.

Βλέπεις, ο τρόπος με τον οποίον ο καθένας μας προσπαθεί να δώσει εξήγηση στο φαινόμενο έρωτας, γίνεται άκρως περιγραφικά. Αναλύονται αναμνήσεις, στιγμές και καταστάσεις. Πώς όμως μπορείς να δώσεις μορφή και σχήμα σε ένα συναίσθημα, περιγράφοντάς το μόνο μέσα από γεγονότα, λες και κάνεις επιστημονική καταγραφή. Πολύ απλά, δεν μπορείς. Η ανάλυση ενός συναισθήματος μπορεί να γίνει μόνο μέσω έκφρασης άλλων συναισθημάτων. Γι’ αυτό κι ο καθένας έρχεται πολύ εμπνευσμένα να κοσμήσει τις περιγραφές του με όσα συναισθήματα αυτές του έχουν προκαλέσει. Εκεί είναι που γίνεται και το μεγάλο μπέρδεμα.

Δεν είναι απλά το ότι ο καθένας μας ζει διαφορετικές εμπειρίες αλλά κυρίως το ότι τις βιώνει με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, άλλο αντίκτυπο έχει σε μένα, το να μου στείλει κάποιος ένα γράμμα χωρισμού κι άλλο στη φίλη μου εδώ δίπλα. Η κοπελιά ας πούμε, ως  ακραία αισθηματίας, θα το βιώσει ως τη πιο ρομαντική εκδοχή ενός τέλους, ενώ εγώ ως τέρμα ρεαλίστρια θα το βιώσω ως τον απόλυτο ξεπεσμό της δειλίας. Είναι κάποια απ’ τις δύο σωστή; Μάλλον όχι. Είναι κάποια λάθος; Κατηγορηματικά και χωρίς δεύτερη σκέψη, η φίλη μου. Όχι, πλάκα κάνω, καμία φυσικά.

Άρα λοιπόν, όλοι τον ξέρουμε αυτόν τον έρωτα ή τουλάχιστον τον έχουμε γνωρίσει, με τον δικό μας τρόπο κι απ’ τη δική μας σκοπιά. Ωραία λοιπόν, ας το πάρουμε αυτό ως δεδομένο, ότι με κάποιον τρόπο και σε κάποιο αόριστο χρόνο έχουμε πέσει -ή μπορεί και ξεπέσει- πάνω του. Εάν κάποιος λοιπόν από εμάς τους γνώστες, ερωτηθεί το ίδιο πράγμα, «τι είναι ο έρωτας», στα δεκαπέντε, στα είκοσι πέντε, στα σαράντα πέντε και στα εξήντα πέντε του, λες εσύ να υπάρχει καμιά περίπτωση να δώσει την ίδια απάντηση; Και γιατί να αλλάζει τόσο δηλαδή; Θα πεις τώρα, με την εμπειρία και τις γνώσεις όλα αλλάζουν, μαζί και οι απόψεις μας, ιδιαίτερα για τέτοιου είδους θέματα. Άρα θες να πεις πως λιγότερο ξέρει τον έρωτα ο εικοσάρης απ’ ότι ο εξηντάρης. Άμα είναι έτσι, να σταματήσω να παίρνω συμβουλές από φίλες και να αρχίσω να ζητάω απ’ τον παππού μου -δεν ξέρεις και πότε, μπορεί και να πετύχει.

Ένα μπέρδεμα γενικά. Άλλο πιστεύουμε εμείς, άλλο πιστεύουν οι γύρω μας, άλλο πιστεύει ο σημερινός εαυτός μας, άλλο ο αυριανός κι άλλο ο χθεσινός. Και μέχρι ένα σημείο αυτό έχει και τη γοητεία του, σε κάνει να αναγνωρίζεις την απέραντη ιδιαιτερότητα και πολυπλοκότητά του. Αρκεί βέβαια να μη χαθείς μέσα στις πολλές αναλύσεις και ξεχάσεις πως όλα αυτά γίνονται με μόνο στόχο την εφαρμογή του. Κρίμα κι άδικο δεν είναι, μετά από τόσο διάβασμα να μένεις μόνο στις θεωρίες;

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου