Λένε πως αποδεχόμαστε την αγάπη που πιστεύουμε ότι μας αξίζει, αλλά τελικά μας λείπουν τα υψηλά standards για να τη βρούμε ή τα κότσια για να διεκδικήσουμε αυτήν ακριβώς την αγάπη;

Η επανερχόμενη μποέμ μόδα των 70’s δεν επηρέασε μόνο το κορμί μας ενδυματολογικά, αλλά και τις σχέσεις μας. Κι όταν λέω μποέμ, μη φανταστείς καμία αιθέρια γυναικεία ύπαρξη με λουλούδια στα μαλλιά και τατουάζ ονειροπαγίδα ούτε κάποιον άντρα με το δήθεν ψαγμένο λουκ Ροβινσώνα Κρούσου , που θα σου υποσχεθεί να ζήσετε το όνειρο σε κάποια σπηλιά στα Μάταλα.

Και δε λέω, ωραία και τα Μάταλα, αλλά πώς θα συνεννοηθούμε για να φτάσουμε μαζί εκεί όταν δε σηκώνεις καν το ρημάδι το τηλέφωνο; Αυτό που άκουσες. Κι εντάξει, τη μία μέρα να πεις κάτι θα έτυχε, τη δεύτερη μέρα να αναρωτηθείς αν πέθανε, ε, την τρίτη μέρα επιβεβαιώνεις το δεύτερο.

Τουτέστιν, φίλτατε, εδώ ο κόσμος καίγεται και το –τηλεοπτικό απαγορευτικό μπιπ– χτενίζεται. Λες και το πεδίο της τάχα σχέσης είναι εντέλει ναρκοπέδιο κι άμα σηκώσεις το αναθεματισμένο το τηλέφωνο για ένα ανθρώπινο μισού δευτερολέπτου «τι κάνεις;» θα αρχίζουν να ανατινάζονται οι νάρκες μία-μία στη σειρά και πρώτος και καλύτερος θα γίνεις στάχτη και μπούρμπερη εσύ.

Για να μην είμεθα αυστηροί κι απόλυτοι, ίσως να δικαιολογείσαι αν βρίσκεσαι στο ξεκίνημα της όλης φάσης και δεν ξέρεις πώς να φερθείς, αφού φοβάσαι πως αν δείξεις ενδιαφέρον στην αρχή, στο τέλος θα πιαστείς και κορόιδο. Να χαρώ εγώ επίπεδο νοημοσύνης!

Σε κάθε άλλη των περιπτώσεων το ζόρι που τραβάει το κεφαλάκι σου είναι το ότι δε θες να σκέφτεσαι για κάποιον άλλον, παρά μόνο για εσένα. Γιατί έτσι γουστάρεις, γιατί έτσι σε βολεύει. Στην τελική, επειδή μπορείς! Κάπως έτσι, επιλέγεις την προσωπική σου συμφορά. Γιατί, ναι, είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως ακολουθώντας αυτό το αδρομερώς μελετημένο «σχέδιο δράσης», ενίοτε κι «απόδρασης», πρώτα θα φας τα μούτρα σου κι εν συνεχεία τα λυσσακά σου.

Φοβάσαι να πεις δυο κουβέντες παραπάνω που αργότερα αν τα πράγματα πάνε στραβά, ως είθισται, θα σε στοιχειώνουν μια ζωή. Σάμπως τα ίδια δε θα σου πουν κι οι επόμενοι; Λες και χάθηκε ο κόσμος, βρε παιδί μου, αν χαθεί ένας ακόμη έρωτας που τόλμησες μάταια να πιστέψεις ότι θα αγγίξει το «για πάντα» που ανέκαθεν εξανεμιζόταν!

Κάνεις, λοιπόν, την αδιαφορία σου καταφύγιο και κλείνεις απ’ έξω τον –για το τυπικό της διαδικασίας– αποκαλούμενο σύντροφο, από φόβο πως αν μπει μέσα ίσως τελικά να προτιμήσει το «έξω».

Πέφτετε για ύπνο χωρίς να ανταλλάξετε χαζά μηνύματα, χωρίς να λαχταράτε να ειδωθείτε, αφού εντέλει υπάρχετε ο ένας στη ζωή του άλλου μονάχα όταν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε και κάπως έτσι πορεύεστε σε αυτήν τη «σχέση» περιμένοντας καρτερικά για το τέλος, ή έστω για ένα σωτήριο time out.

Με αραιά και που τηλεφωνήματα κι αυτά, προς Θεού, όχι για να ρίξεις δυο καβγάδες και να έρθεις στα ίσα σου, αλλά για να δώσεις το παρόν, αφού ίσως είναι και το μόνο που έχεις τελικά να δώσεις σε αυτό το σύμφωνο αραιής επικοινωνίας. Οι συναντήσεις, απ’ την άλλη, ακόμη πιο αραιές και σαν να μην έφτανε αυτό το μόνο που περιλαμβάνουν είναι ολιγόλεπτες στιγμές ηδονής κι αδιάφορες επαναλαμβανόμενες κουβέντες.

Όσο για την επαφή με φίλους, φίλοι φαντάσματα. Δεν υπάρχουν παρά μόνο ως ονόματα, που σαφώς πρωταγωνιστούν περισσότερο στη ζωή του έτερον ήμισυ απ’ όσο εσύ. Δικαιολογημένα απαγορευμένη η friend zone, αφού αυτή αποτελεί την πιο εύκολη δίοδο για να εισχωρήσεις σε μια καθημερινότητα απ’ την οποία λείπεις, αλλά δεν της λείπεις.

Συνήθως σε αυτές τις σχέσεις το τέλος έρχεται χωρίς καν να το αγγίξεις. Βλέπεις, δεν έχεις την ψυχή ούτε αυτό να κάνεις, άσε που πια δεν ενοικιάζεις άσκοπα χώρο απ’ το κορμί σου σε καμία επιπλέον πληγή.

Έτσι, αργά ή γρήγορα, χάνεστε. Μακάρι να συμβεί, αφού προηγουμένως βριστείτε και εκτονώσετε όσο πάθος –ίσως– καταπιέσατε. Να εκδηλωθείτε για το σασπένς, έστω και στο φινάλε!

Η συνέχεια άπαντες γνωστή. Βρίσκετε νέο «αίσθυμα» –σκόπιμο το ορθογραφικό, γιατί θύμα θα είναι– και φτου κι απ’ την αρχή. Συνεχίζονται οι φτωχές κουβέντες σε άδειες σχέσεις ελευθερίας, όπου αφεντεύει η ευρέως δοκιμασμένη απάτη του «όπου μας βγάλει». Για κάθε «όπου» θέσε «αγύριστος».

Σίγουρα τις περισσότερες φορές ο καθένας, για τους δικούς του λόγους, τρομάζει απ’ τη δύναμη των συναισθημάτων του. Έτσι, τα «μπορεί», «ίσως» και «θα δείξει» δεν αποτέλεσαν ποτέ θεμέλια μίας σχέσης, αλλά τα δομικά υλικά μίας ανασφάλειας που θα μπορούσε να εκδιωχθεί μόνο απ’ τη θέληση του ίδιου του ατόμου να το κάνει.

Πρέπει να είσαι έτοιμος να παλέψεις σε πείσμα των καιρών που σε έκαναν να αποποιηθείς τον άσωτο παλιό εαυτό σου και να καταντήσεις μια θολή σκιά του. Να μη σε φοβίζει το να έχεις κάποιον πρόθυμο να βρίσκει χρώμα σε καθετί, όταν εσύ τα βλέπεις όλα γκρίζα.

Αν δε στηρίζεσαι ήδη εσύ στα πόδια σου, αν δεν είσαι έτοιμος να στηρίξεις και να παλέψεις με κάθε μέσο γι’ αυτό που σου δίνεται, να μην τολμάς να πλασάρεις σε κάποιον τη λεζάντα της «σχέσης» κάνοντάς τον εσκεμμένα να νιώσει στιγμιαία μία ασφάλεια που εξαρχής είσαι ορκισμένος να μην προσφέρεις. Κι αν τελικά, το μεταξύ σας δεν τραβάει, τελείωσέ το. Είναι θέμα σεβασμού. Αν δεν τρελαίνεσαι, μην προσπαθείς τουλάχιστον να τρελάνεις τον άλλον.

Ζούμε στον 21ο αιώνα, κι αν εσύ μάταια πίστεψες ότι τώρα θα αλλάξεις τις σχέσεις, πιθανότερο να καταστραφεί το σύμπαν ολάκερο, αλλά πού τέτοια τύχη;

Η σχέση είναι σχέση. Είναι επιλογή, δέσμευση κι αφοσίωση. Και ναι, θέλει κότσια. Είναι απλά τα πράγματα. Όλα ή τίποτα. Δική σου η επιλογή, δική σου κι η ευθύνη.

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη