Δε θυμάμαι. Έγινε σαν να σηκώνεις το χέρι σου, να πιάσεις το ποτήρι με το νερό να ξεδιψάσεις, που το βρίσκεις πάντα στην ίδια θέση κάθε βράδυ, δίπλα στο κομοδίνο. Είναι περασμένες δώδεκα κι όλοι κοιμούνται, η ησυχία γίνεται παγωμένη λίμνη, φοράω παγοπέδιλα, χαράζω αντίο κι ανοίγω την πόρτα.

Η επιθυμία άρπαξε την καρδιά μου στα δόντια της και την τίναξε άγρια, τη βρήκα πεταμένη, τις στάλες ακολούθησα. Δε σε παίρνω τηλέφωνο, γιατί μπορεί η φωνή σου να με γυρίσει πίσω. Απλά ξεκινάω να σε βρω.

Δε με νοιάζουν αυτά που αφήνω. Η ελευθερία που νιώθω μέσα στο αμάξι, γίνεται αναπνευστήρας και με σώζει από βέβαιο πνιγμό. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για θυσίες, οι Ιφιγένειες απαιτούν αντίλογο στην ανυπαρξία.

Έχω φύγει. Είναι πολύ αργά και δρόμος τρέχει άδειος μπροστά μου,  εγώ του αρκώ. Αφήνω τις σκέψεις μου να τις πάρει ο αέρας που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο. Δε χρειάζονται πια. Ένας πόντος ήταν αρκετός και το ζεστό χοντρό μου πουλόβερ διαλύθηκε, έμεινε μόνο η ιδέα. Θέλεις; Μπορείς; Δε ζει μόνο του το όνειρο, χρειάζεται τη νύχτα σου.

Ρίχνω μια ματιά πίσω μου, το βιβλίο έχει λευκές σελίδες. Βάζω μπρος τη μηχανή να τις γεμίσω. Δεν περιμένεις, δεν το ξέρεις ότι έρχομαι, απρόσμενα κι ανύποπτα θα φρενάρει το μολύβι μου μπροστά σου. Θέλω να γράψουμε μαζί τουλάχιστον το τέλος. Τα χιλιόμετρα απλώνονται γεμάτα μοναξιά, βρίσκουν νόημα  στο ίδιο το ταξίδι. Χορεύουν οι άσπρες λωρίδες του δρόμου, κάνουν πιρουέτες στις στροφές, δεν είναι ώρα για παιχνίδια. Ανάβω τσιγάρο. Τα φώτα του αυτοκινήτου σκίζουν το σκοτάδι σαν έμπειροι ορειβάτες που καρφώνουν, γαντζώνουν το επόμενο σημείο, που θα τους πάει ακόμη πιο μακριά ή ψηλά. Διάλεξε εσύ πού θέλεις να πάμε. Δεν έχω άλλο σχέδιο. Δεν έχω άλλη αντίσταση. Αφήνομαι. Τα τζάμια θαμπώνουν από τα χαμόγελα. Με βλέπετε; Ένα αυτοκίνητο περνάει τα διόδια και μοιράζει τη χαρά του σε φέιγ βολάν, θέλει να πάρει μαζί του όλο τον κόσμο σε αυτή την αόρατη συναυλία.

Οι προηγούμενες αποφάσεις που μπήκαν ανάμεσά μας, έχουν μείνει πίσω, αμπάρωσα καλά την πόρτα φεύγοντας. Πώς άντεξα την έλλειψη, η έκλειψη κράτησε καιρό. Το φεγγάρι με κορόιδεψε. Πριν σε χάσω, φτιάχνω γρήγορα μια νέα ήπειρο για να μπορώ εγώ να σε ανακαλύψω και δεν αργώ, το μόνο που χρειάζεται, είναι να ξαναεφεύρω τον εαυτό μου. Βάζω μουσική και φεύγω μακριά από το γνώριμο.

Έχω αφήσει εδώ και ώρα πίσω μου τα φώτα της πόλης, τα μέρη που ξέρω. Η νύχτα είναι πηχτή και σκίζεται μόνο με μαχαίρι. Δεν φοβάμαι το άγνωστο, στο σκοτάδι μπορώ να γίνω καλαμιδόψαρο και να φτιάξω το δικό μου φως, μπορώ να κάνω το βυθό φιλόξενο, φτάνει να με οδηγεί σε σένα.

Πώς πίστεψες ότι μπορεί να σε αφήσω χωρίς να ψάξω σε όλες τις καμένες και ξαναχτισμένες βιβλιοθήκες του κόσμου, τα σχέδια, τις ρήτρες, τη μυστική παράγραφο που λέει πώς να σε βρω. Πρώτη φορά βλέπω να πιστεύει κάποιος, ότι μπορεί να ξεφύγει, μένοντας. Αυτό προσπάθησα. Μα ήταν μόνο μια στάση με αλάρμ, στη μέση μιας διαδρομής. Κι όταν στο τέλος του δρόμου θα είσαι εσύ εκεί, μπορεί  και να διαλυθώ, τα γόνατά μου να λυγίσουν γιατί τα δάκρυα είναι βαριά και τα κρατούσα καιρό.

Έρχομαι.

Συντάκτης: Ευαγγελία Αντωνάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου